καλύπτω Verb (1) |
ισορροπώ Verb (0) |
εξισώνω Verb (0) |
ισοσκελίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
"Was mir an Fähigkeiten fehlt kann ich ausgleichen mit ... " | "Αυτό που μου λείπει σε δεξιοτεχνία, το καλύπτω με..." Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
ausgleichend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gleiche aus | ||
du | gleichst aus | |||
er, sie, es | gleicht aus | |||
Präteritum | ich | glich aus | ||
Konjunktiv II | ich | gliche aus | ||
Imperativ | Singular | gleiche aus! | ||
Plural | gleicht aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgeglichen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausgleichen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καλύπτω | καλύπτουμε, καλύπτομε | καλύπτομαι | καλυπτόμαστε |
καλύπτεις | καλύπτετε | καλύπτεσαι | καλύπτεστε, καλυπτόσαστε | ||
καλύπτει | καλύπτουν(ε) | καλύπτεται | καλύπτονται | ||
Imper fekt | κάλυπτα | καλύπταμε | καλυπτόμουν(α) | καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν | |
κάλυπτες | καλύπτατε | καλυπτόσουν(α) | καλυπτόσαστε | ||
κάλυπτε | κάλυπταν, καλύπταν(ε) | καλυπτόταν(ε) | καλύπτονταν | ||
Aorist | κάλυψα | καλύψαμε | καλύφθηκα, καλύφτηκα | καλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε | |
κάλυψες | καλύψατε | καλύφθηκες, καλύφτηκες | καλυφθήκατε, καλυφτήκατε | ||
κάλυψε | κάλυψαν, καλύψαν(ε) | καλύφθηκε, καλύφτηκε | καλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καλύψει | έχουμε καλύψει | έχω καλυφθεί έχω καλυφτεί | έχουμε καλυφθεί έχουμε καλυφτεί | |
έχεις καλύψει | έχετε καλύψει | έχεις καλυφθεί έχεις καλυφτεί | έχετε καλυφθεί έχετε καλυφτεί | ||
έχει καλύψει | έχουν καλύψει | έχει καλυφθεί έχει καλυφτεί | έχουν καλυφθεί έχουν καλυφτεί | ||
Plu per fekt | είχα καλύψει | είχαμε καλύψει | είχα καλυφθεί είχα καλυφτεί | είχαμε καλυφθεί είχαμε καλυφτεί | |
είχες καλύψει | είχατε καλύψει | είχες καλυφθεί είχες καλυφτεί | είχατε καλυφθεί είχατε καλυφτεί | ||
είχε καλύψει | είχαν καλύψει | είχε καλυφθεί είχε καλυφτεί | είχαν καλυφθεί είχαν καλυφτεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καλύπτω | θα καλύπτουμε, | θα καλύπτομαι | θα καλυπτόμαστε | |
θα καλύπτεις | θα καλύπτετε | θα καλύπτεσαι | θα καλύπτεστε, | ||
θα καλύπτει | θα καλύπτουν(ε) | θα καλύπτεται | θα καλύπτονται | ||
Fut ur | θα καλύψω | θα καλύψουμε, | θα καλυφθώ, | θα καλυφθούμε, | |
θα καλύψεις | θα καλύψετε | θα καλυφθείς, | θα καλυφθείτε, | ||
θα καλύψει | θα καλύψουν(ε) | θα καλυφθεί, | θα καλυφθούν(ε), | ||
Fut ur II | θα έχω καλύψει | θα έχουμε καλύψει | θα έχω καλυφθεί θα έχω καλυφτεί | θα έχουμε καλυφθεί θα έχουμε καλυφτεί | |
θα έχεις καλύψει | θα έχετε καλύψει | θα έχεις καλυφθεί θα έχεις καλυφτεί | θα έχετε καλυφθεί θα έχετε καλυφτεί | ||
θα έχει καλύψει | θα έχουν καλύψει | θα έχει καλυφθεί θα έχει καλυφτεί | θα έχουν καλυφθεί θα έχουν καλυφτεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καλύπτω | να καλύπτουμε, | να καλύπτομαι | να καλυπτόμαστε |
να καλύπτεις | να καλύπτετε | να καλύπτεσαι | να καλύπτεστε, | ||
να καλύπτει | να καλύπτουν(ε) | να καλύπτεται | να καλύπτονται | ||
Aorist | να καλύψω | να καλύψουμε, | να καλυφθώ, | να καλυφθούμε, | |
να καλύψεις | να καλύψετε | να καλυφθείς, | να καλυφθείτε, | ||
να καλύψει | να καλύψουν(ε) | να καλυφθεί, | να καλυφθούν(ε), | ||
Perf | να έχω καλύψει | να έχουμε καλύψει | να έχω καλυφθεί να έχω καλυφτεί | να έχουμε καλυφθεί να έχουμε καλυφτεί | |
να έχεις καλύψει | να έχετε καλύψει | να έχεις καλυφθεί να έχεις καλυφτεί | να έχετε καλυφθεί να έχετε καλυφτεί | ||
να έχει καλύψει | να έχουν καλύψει | να έχει καλυφθεί να έχει καλυφτεί | να έχουν καλυφθεί να έχουν καλυφτεί | ||
Imper ativ | Pres | κάλυπτε | καλύπτετε | καλύπτεστε | |
Aorist | καλύψε | καλύψετε, καλύψτε | καλύψου | καλυφθείτε, καλυφτείτε | |
Part izip | Pres | καλύπτοντας | καλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένο | καλυμμένος, -η, -ο | καλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καλύψει | καλυφθεί, καλυπτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ισοσκελίζω | ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε | ισοσκελίζομαι | ισοσκελιζόμαστε |
ισοσκελίζεις | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζεσαι | ισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε | ||
ισοσκελίζει | ισοσκελίζουν(ε) | ισοσκελίζεται | ισοσκελίζονται | ||
Imper fekt | ισοσκέλιζα | ισοσκελίζαμε | ισοσκελιζόμουν(α) | ισοσκελιζόμαστε, ισοσκελιζόμασταν | |
ισοσκέλιζες | ισοσκελίζατε | ισοσκελιζόσουν(α) | ισοσκελιζόσαστε, ισοσκελιζόσασταν | ||
ισοσκέλιζε | ισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε) | ισοσκελιζόταν(ε) | ισοσκελίζονταν, ισοσκελιζόντανε, ισοσκελιζόντουσαν | ||
Aorist | ισοσκέλισα | ισοσκελίσαμε | ισοσκελίστηκα | ισοσκελιστήκαμε | |
ισοσκέλισες | ισοσκελίσατε | ισοσκελίστηκες | ισοσκελιστήκατε | ||
ισοσκέλισε | ισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε) | ισοσκελίστηκε | ισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ισοσκελίσει έχω ισοσκελισμένο | έχουμε ισοσκελίσει έχουμε ισοσκελισμένο | έχω ισοσκελιστεί είμαι ισοσκελισμένος, -η | έχουμε ισοσκελιστεί είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες | |
έχεις ισοσκελίσει έχεις ισοσκελισμένο | έχετε ισοσκελίσει έχετε ισοσκελισμένο | έχεις ισοσκελιστεί είσαι ισοσκελισμένος, -η | έχετε ισοσκελιστεί είστε ισοσκελισμένοι, -ες | ||
έχει ισοσκελίσει έχει ισοσκελισμένο | έχουν ισοσκελίσει έχουν ισοσκελισμένο | έχει ισοσκελιστεί είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο | έχουν ισοσκελιστεί είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ισοσκελίσει είχα ισοσκελισμένο | είχαμε ισοσκελίσει είχαμε ισοσκελισμένο | είχα ισοσκελιστεί ήμουν ισοσκελισμένος, -η | είχαμε ισοσκελιστεί ήμαστε ισοσκελισμένοι, -ες | |
είχες ισοσκελίσει είχες ισοσκελισμένο | είχατε ισοσκελίσει είχατε ισοσκελισμένο | είχες ισοσκελιστεί ήσουν ισοσκελισμένος, -η | είχατε ισοσκελιστεί ήσαστε ισοσκελισμένοι, -ες | ||
είχε ισοσκελίσει είχε ισοσκελισμένο | είχαν ισοσκελίσει είχαν ισοσκελισμένο | είχε ισοσκελιστεί ήταν ισοσκελισμένος, -η, -ο | είχαν ισοσκελιστεί ήταν ισοσκελισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ισοσκελίζω | θα ισοσκελίζουμε, | θα ισοσκελίζομαι | θα ισοσκελιζόμαστε | |
θα ισοσκελίζεις | θα ισοσκελίζετε | θα ισοσκελίζεσαι | θα ισοσκελίζεστε, | ||
θα ισοσκελίζει | θα ισοσκελίζουν(ε) | θα ισοσκελίζεται | θα ισοσκελίζονται | ||
Fut ur | θα ισοσκελίσω | θα ισοσκελίσουμε, | θα ισοσκελιστώ | θα ισοσκελιστούμε | |
θα ισοσκελίσεις | θα ισοσκελίσετε | θα ισοσκελιστείς | θα ισοσκελιστείτε | ||
θα ισοσκελίσει | θα ισοσκελίσουν(ε) | θα ισοσκελιστεί | θα ισοσκελιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ισοσκελίζω | να ισοσκελίζουμε, | να ισοσκελίζομαι | να ισοσκελιζόμαστε |
να ισοσκελίζεις | να ισοσκελίζετε | να ισοσκελίζεσαι | να ισοσκελίζεστε, | ||
να ισοσκελίζει | να ισοσκελίζουν(ε) | να ισοσκελίζεται | να ισοσκελίζονται | ||
Aorist | να ισοσκελίσω | να ισοσκελίσουμε, | να ισοσκελιστώ | να ισοσκελιστούμε | |
να ισοσκελίσεις | να ισοσκελίσετε | να ισοσκελιστείς | να ισοσκελιστείτε | ||
να ισοσκελίσει | να ισοσκελίσουν(ε) | να ισοσκελιστεί | να ισοσκελιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ισοσκελίσει | να έχουμε ισοσκελίσει | να έχω ισοσκελιστεί | να έχουμε ισοσκελιστεί | |
να έχεις ισοσκελίσει | να έχετε ισοσκελίσει | να έχεις ισοσκελιστεί | να έχετε ισοσκελιστεί | ||
να έχει ισοσκελίσει | να έχουν ισοσκελίσει | να έχει ισοσκελιστεί | να έχουν ισοσκελιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ισοσκέλιζε | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζεστε | |
Aorist | ισοσκέλισε | ισοσκελίστε | ισοσκελίσου | ισοσκελιστείτε | |
Part izip | Pres | ισοσκελίζοντας | ισοσκελιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ισοσκελίσει, έχοντας ισοσκελισμένο | ισοσκελισμένος, -η, -ο | ισοσκελισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ισοσκελίσει | ισοσκελιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.