ausgleichen
 Verb

καλύπτω Verb
(1)
ισορροπώ Verb
(0)
εξισώνω Verb
(0)
ισοσκελίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Was mir an Fähigkeiten fehlt kann ich ausgleichen mit ... ""Αυτό που μου λείπει σε δεξιοτεχνία, το καλύπτω με..."

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλύπτωκαλύπτουμε, καλύπτομεκαλύπτομαικαλυπτόμαστε
καλύπτειςκαλύπτετεκαλύπτεσαικαλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτεικαλύπτουν(ε)καλύπτεταικαλύπτονται
Imper
fekt
κάλυπτακαλύπταμεκαλυπτόμουν(α)καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
κάλυπτεςκαλύπτατεκαλυπτόσουν(α)καλυπτόσαστε
κάλυπτεκάλυπταν, καλύπταν(ε)καλυπτόταν(ε)καλύπτονταν
Aoristκάλυψακαλύψαμεκαλύφθηκα, καλύφτηκακαλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε
κάλυψεςκαλύψατεκαλύφθηκες, καλύφτηκεςκαλυφθήκατε, καλυφτήκατε
κάλυψεκάλυψαν, καλύψαν(ε)καλύφθηκε, καλύφτηκεκαλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καλύψει
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει
έχουμε καλυμμένο
έχω καλυφθεί
έχω καλυφτεί
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί
έχουμε καλυφτεί
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλύψει
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει
έχετε καλυμμένο
έχεις καλυφθεί
έχεις καλυφτεί
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί
έχετε καλυφτεί
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλύψει
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει
έχουν καλυμμένο
έχει καλυφθεί
έχει καλυφτεί
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθεί
έχουν καλυφτεί
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καλύψει
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει
είχαμε καλυμμένο
είχα καλυφθεί
είχα καλυφτεί
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί
είχαμε καλυφτεί
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλύψει
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει
είχατε καλυμμένο
είχες καλυφθεί
είχες καλυφτεί
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί
είχατε καλυφτεί
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλύψει
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει
είχαν καλυμμένο
είχε καλυφθεί
είχε καλυφτεί
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί
είχαν καλυφτεί
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλύπτωθα καλύπτουμε, θα καλύπτομεθα καλύπτομαιθα καλυπτόμαστε
θα καλύπτειςθα καλύπτετεθα καλύπτεσαιθα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτειθα καλύπτουν(ε)θα καλύπτεταιθα καλύπτονται
Fut
ur
θα καλύψωθα καλύψουμε, θα καλύψομεθα καλυφθώ, θα καλυφτώθα καλυφθούμε, θα καλυφτούμε
θα καλύψειςθα καλύψετεθα καλυφθείς, θα καλυφτείςθα καλυφθείτε, θα καλυφτείτε
θα καλύψειθα καλύψουν(ε)θα καλυφθεί, θα καλυφτείθα καλυφθούν(ε), θα καλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλύψει
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχω καλυφθεί
θα έχω καλυφτεί
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί
θα έχουμε καλυφτεί
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλύψει
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει
θα έχετε καλυμμένο
θα έχεις καλυφθεί
θα έχεις καλυφτεί
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί
θα έχετε καλυφτεί
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλύψει
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει
θα έχουν καλυμμένο
θα έχει καλυφθεί
θα έχει καλυφτεί
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί
θα έχουν καλυφτεί
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλύπτωνα καλύπτουμε, να καλύπτομενα καλύπτομαινα καλυπτόμαστε
να καλύπτειςνα καλύπτετενα καλύπτεσαινα καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτεινα καλύπτουν(ε)να καλύπτεταινα καλύπτονται
Aoristνα καλύψωνα καλύψουμε, να καλύψομενα καλυφθώ, να καλυφτώνα καλυφθούμε, να καλυφτούμε
να καλύψειςνα καλύψετενα καλυφθείς, να καλυφτείςνα καλυφθείτε, να καλυφτείτε
να καλύψεινα καλύψουν(ε)να καλυφθεί, να καλυφτείνα καλυφθούν(ε), να καλυφτούν(ε)
Perf να έχω καλύψει
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει
να έχουμε καλυμμένο
να έχω καλυφθεί
να έχω καλυφτεί
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί
να έχουμε καλυφτεί
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλύψει
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει
να έχετε καλυμμένο
να έχεις καλυφθεί
να έχεις καλυφτεί
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί
να έχετε καλυφτεί
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλύψει
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει
να έχουν καλυμμένο
να έχει καλυφθεί
να έχει καλυφτεί
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί
να έχουν καλυφτεί
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάλυπτεκαλύπτετεκαλύπτεστε
Aoristκαλύψεκαλύψετε, καλύψτεκαλύψουκαλυφθείτε, καλυφτείτε
Part
izip
Presκαλύπτονταςκαλυπτόμενος
Perfέχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένοκαλυμμένος, -η, -οκαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλύψεικαλυφθεί, καλυπτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ισοσκελίζωισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομεισοσκελίζομαιισοσκελιζόμαστε
ισοσκελίζειςισοσκελίζετεισοσκελίζεσαιισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε
ισοσκελίζειισοσκελίζουν(ε)ισοσκελίζεταιισοσκελίζονται
Imper
fekt
ισοσκέλιζαισοσκελίζαμεισοσκελιζόμουν(α)ισοσκελιζόμαστε, ισοσκελιζόμασταν
ισοσκέλιζεςισοσκελίζατεισοσκελιζόσουν(α)ισοσκελιζόσαστε, ισοσκελιζόσασταν
ισοσκέλιζεισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε)ισοσκελιζόταν(ε)ισοσκελίζονταν, ισοσκελιζόντανε, ισοσκελιζόντουσαν
Aoristισοσκέλισαισοσκελίσαμεισοσκελίστηκαισοσκελιστήκαμε
ισοσκέλισεςισοσκελίσατεισοσκελίστηκεςισοσκελιστήκατε
ισοσκέλισεισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε)ισοσκελίστηκεισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ισοσκελίσει
έχω ισοσκελισμένο
έχουμε ισοσκελίσει
έχουμε ισοσκελισμένο
έχω ισοσκελιστεί
είμαι ισοσκελισμένος, -η
έχουμε ισοσκελιστεί
είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχεις ισοσκελίσει
έχεις ισοσκελισμένο
έχετε ισοσκελίσει
έχετε ισοσκελισμένο
έχεις ισοσκελιστεί
είσαι ισοσκελισμένος, -η
έχετε ισοσκελιστεί
είστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχει ισοσκελίσει
έχει ισοσκελισμένο
έχουν ισοσκελίσει
έχουν ισοσκελισμένο
έχει ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
έχουν ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ισοσκελίσει
είχα ισοσκελισμένο
είχαμε ισοσκελίσει
είχαμε ισοσκελισμένο
είχα ισοσκελιστεί
ήμουν ισοσκελισμένος, -η
είχαμε ισοσκελιστεί
ήμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχες ισοσκελίσει
είχες ισοσκελισμένο
είχατε ισοσκελίσει
είχατε ισοσκελισμένο
είχες ισοσκελιστεί
ήσουν ισοσκελισμένος, -η
είχατε ισοσκελιστεί
ήσαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχε ισοσκελίσει
είχε ισοσκελισμένο
είχαν ισοσκελίσει
είχαν ισοσκελισμένο
είχε ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένος, -η, -ο
είχαν ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ισοσκελίζωθα ισοσκελίζουμε, θα ισοσκελίζομεθα ισοσκελίζομαιθα ισοσκελιζόμαστε
θα ισοσκελίζειςθα ισοσκελίζετεθα ισοσκελίζεσαιθα ισοσκελίζεστε, θα ισοσκελιζόσαστε
θα ισοσκελίζειθα ισοσκελίζουν(ε)θα ισοσκελίζεταιθα ισοσκελίζονται
Fut
ur
θα ισοσκελίσωθα ισοσκελίσουμε, θα ισοσκελίζομεθα ισοσκελιστώθα ισοσκελιστούμε
θα ισοσκελίσειςθα ισοσκελίσετεθα ισοσκελιστείςθα ισοσκελιστείτε
θα ισοσκελίσειθα ισοσκελίσουν(ε)θα ισοσκελιστείθα ισοσκελιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ισοσκελίσει
θα έχω ισοσκελισμένο
θα έχουμε ισοσκελίσει
θα έχουμε ισοσκελισμένο
θα έχω ισοσκελιστεί
θα είμαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχουμε ισοσκελιστεί
θα είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχεις ισοσκελίσει
θα έχεις ισοσκελισμένο
θα έχετε ισοσκελίσει
θα έχετε ισοσκελισμένο
θα έχεις ισοσκελιστεί
θα είσαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχετε ισοσκελιστεί
θα είστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχει ισοσκελίσει
θα έχει ισοσκελισμένο
θα έχουν ισοσκελίσει
θα έχουν ισοσκελισμένο
θα έχει ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
θα έχουν ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ισοσκελίζωνα ισοσκελίζουμε, να ισοσκελίζομενα ισοσκελίζομαινα ισοσκελιζόμαστε
να ισοσκελίζειςνα ισοσκελίζετενα ισοσκελίζεσαινα ισοσκελίζεστε, να ισοσκελιζόσαστε
να ισοσκελίζεινα ισοσκελίζουν(ε)να ισοσκελίζεταινα ισοσκελίζονται
Aoristνα ισοσκελίσωνα ισοσκελίσουμε, να ισοσκελίσομενα ισοσκελιστώνα ισοσκελιστούμε
να ισοσκελίσειςνα ισοσκελίσετενα ισοσκελιστείςνα ισοσκελιστείτε
να ισοσκελίσεινα ισοσκελίσουν(ε)να ισοσκελιστείνα ισοσκελιστούν(ε)
Perfνα έχω ισοσκελίσει
να έχω ισοσκελισμένο
να έχουμε ισοσκελίσει
να έχουμε ισοσκελισμένο
να έχω ισοσκελιστεί
να είμαι ισοσκελισμένος, -η
να έχουμε ισοσκελιστεί
να είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχεις ισοσκελίσει
να έχεις ισοσκελισμένο
να έχετε ισοσκελίσει
να έχετε ισοσκελισμένο
να έχεις ισοσκελιστεί
να είσαι ισοσκελισμένος, -η
να έχετε ισοσκελιστεί
να είστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχει ισοσκελίσει
να έχει ισοσκελισμένο
να έχουν ισοσκελίσει
να έχουν ισοσκελισμένο
να έχει ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
να έχουν ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presισοσκέλιζεισοσκελίζετεισοσκελίζεστε
Aoristισοσκέλισεισοσκελίστεισοσκελίσουισοσκελιστείτε
Part
izip
Presισοσκελίζονταςισοσκελιζόμενος
Perfέχοντας ισοσκελίσει, έχοντας ισοσκελισμένοισοσκελισμένος, -η, -οισοσκελισμένοι, -ες, -α
InfinAoristισοσκελίσειισοσκελιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback