auflegen
 Verb

εκδίδω Verb
(0)
κατεβάζω Verb
(0)
βάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die müssen Sie auflegen.Πρέπει να βάλεις εσύ το δίσκο.

Übersetzung nicht bestätigt

Nicht auflegen, komme schon!Μην κλείσετε. Έφτασα.

Übersetzung nicht bestätigt

Die soll ein weiteres Gedeck auflegen.Θα στοιχίσει ένα δολλάριο.

Übersetzung nicht bestätigt

Nicht auflegen.Όχι, μη το κλείνεις!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will noch ein Spielchen auflegen.Έχω καλό προαίσθημα για χαρτιά σήμερα. Όχι εξυπνάδες με τον Τσάρλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατεβάζωκατεβάζουμε, κατεβάζομε
κατεβάζειςκατεβάζετε
κατεβάζεικατεβάζουν(ε)
Imper
fekt
κατέβαζακατεβάζαμε
κατέβαζεςκατεβάζατε
κατέβαζεκατέβαζαν, κατεβάζαν(ε)
Aoristκατέβασα, katebaino">κατέβηκακατεβάσαμε
κατέβασεςκατεβάσατε
κατέβασεκατέβασαν, κατεβάσαν(ε)
Per
fekt
έχω κατεβάσειέχουμε κατεβάσει
έχεις κατεβάσειέχετε κατεβάσει
έχει κατεβάσειέχουν κατεβάσει
Plu
per
fekt
είχα κατεβάσειείχαμε κατεβάσει
είχες κατεβάσειείχατε κατεβάσει
είχε κατεβάσειείχαν κατεβάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατεβάζωθα κατεβάζουμε, θα κατεβάζομε
θα κατεβάζειςθα κατεβάζετε
θα κατεβάζειθα κατεβάζουν(ε)
Fut
ur
θα κατεβάσωθα κατεβάσουμε, θα κατεβάζομε
θα κατεβάσειςθα κατεβάσετε
θα κατεβάσειθα κατεβάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατεβάσειθα έχουμε κατεβάσει
θα έχεις κατεβάσειθα έχετε κατεβάσει
θα έχει κατεβάσειθα έχουν κατεβάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατεβάζωνα κατεβάζουμε, να κατεβάζομε
να κατεβάζειςνα κατεβάζετε
να κατεβάζεινα κατεβάζουν(ε)
Aoristνα κατεβάσωνα κατεβάσουμε, να κατεβάσομε
να κατεβάσειςνα κατεβάσετε
να κατεβάσεινα κατεβάσουν(ε)
Perfνα έχω κατεβάσεινα έχουμε κατεβάσει
να έχεις κατεβάσεινα έχετε κατεβάσει
να έχει κατεβάσεινα έχουν κατεβάσει
Imper
ativ
Presκατέβαζεκατεβάζετε
Aoristκατέβασεκατεβάστε
Part
izip
Presκατεβάζοντας
Perfέχοντας κατεβάσει
κατεβασμένος
InfinAoristκατεβάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback