anstacheln
 Verb

κεντώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Einen Ritter sollte man nicht anstacheln, sondern besänRigen!τους ιππότες δεν πρέπει να τους αγριεύουμε αλλά να τους ηρεμούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Das soll ihn anstacheln.Αυτός; Για ξεκάρφωμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Du solltest mich doch anstacheln, mir Tipps geben mich raten lassen, du weißt schon.Υποτίθεται ότι πρέπει να με βάζεις σε πειρασμό... Να πρέπει να μαντέψω...

Übersetzung nicht bestätigt

Du solltest mich doch anstacheln, mir Tipps geben mich raten lassen, du weißt schon.Να με κάνεις να μαντεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Und anstacheln tu ich auch keinen.Δεν πιστεύω άλλωστε στις παγίδες.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κεντάω, κεντώκεντάμε, κεντούμεκεντιέμαικεντιόμαστε
κεντάςκεντάτεκεντιέσαικεντιέστε, κεντιόσαστε
κεντάει, κεντάκεντάν(ε), κεντούν(ε)κεντιέταικεντιούνται, κεντιόνται
Imper
fekt
κεντούσα, κένταγακεντούσαμε, κεντάγαμεκεντιόμουν(α)κεντιόμαστε, κεντιόμασταν
κεντούσες, κένταγεςκεντούσατε, κεντάγατεκεντιόσουν(α)κεντιόσαστε, κεντιόσασταν
κεντούσε, κένταγεκεντούσαν(ε), κένταγαν, κεντάγανεκεντιόταν(ε)κεντιόνταν(ε), κεντιούνταν, κεντιόντουσαν
Aoristκέντησακεντήσαμεκεντήθηκακεντηθήκαμε
κέντησεςκεντήσατεκεντήθηκεςκεντηθήκατε
κέντησεκέντησαν, κεντήσαν(ε)κεντήθηκεκεντήθηκαν, κεντηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κεντήσει
έχω κεντημένο
έχουμε κεντήσει
έχουμε κεντημένο
έχω κεντηθεί
είμαι κεντημένος, -η
έχουμε κεντηθεί
είμαστε κεντημένοι, -ες
έχεις κεντήσει
έχεις κεντημένο
έχετε κεντήσει
έχετε κεντημένο
έχεις κεντηθεί
είσαι κεντημένος, -η
έχετε κεντηθεί
είστε κεντημένοι, -ες
έχει κεντήσει
έχει κεντημένο
έχουν κεντήσει
έχουν κεντημένο
έχει κεντηθεί
είναι κεντημένος, -η, -ο
έχουν κεντηθεί
είναι κεντημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κεντήσει
είχα κεντημένο
είχαμε κεντήσει
είχαμε κεντημένο
είχα κεντηθεί
ήμουν κεντημένος, -η
είχαμε κεντηθεί
ήμαστε κεντημένοι, -ες
είχες κεντήσει
είχες κεντημένο
είχατε κεντήσει
είχατε κεντημένο
είχες κεντηθεί
ήσουν κεντημένος, -η
είχατε κεντηθεί
ήσαστε κεντημένοι, -ες
είχε κεντήσει
είχε κεντημένο
είχαν κεντήσει
είχαν κεντημένο
είχε κεντηθεί
ήταν κεντημένος, -η, -ο
είχαν κεντηθεί
ήταν κεντημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κεντάω, θα κεντώθα κεντάμε, θα κεντούμεθα κεντιέμαιθα κεντιόμαστε
θα κεντάςθα κεντάτεθα κεντιέσαιθα κεντιέστε, θα κεντιόσαστε
θα κεντάει, θα κεντάθα κεντάν(ε), θα κεντούν(ε)θα κεντιέταιθα κεντιούνται, θα κεντιόνται
Fut
ur
θα κεντήσωθα κεντήσουμε, θα κεντήσομεθα κεντηθώθα κεντηθούμε
θα κεντήσειςθα κεντήσετεθα κεντηθείςθα κεντηθείτε
θα κεντήσειθα κεντήσουν(ε)θα κεντηθείθα κεντηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κεντήσει
θα έχω κεντημένο
θα έχουμε κεντήσει
θα έχουμε κεντημένο
θα έχω κεντηθεί
θα είμαι κεντημένος, -η
θα έχουμε κεντηθεί
θα είμαστε κεντημένοι, -ες
θα έχεις κεντήσει
θα έχεις κεντημένο
θα έχετε κεντήσει
θα έχετε κεντημένο
θα έχεις κεντηθεί
θα είσαι κεντημένος, -η
θα έχετε κεντηθεί
θα είστε κεντημένοι, -ες
θα έχει κεντήσει
θα έχει κεντημένο
θα έχουν κεντήσει
θα έχουν κεντημένο
θα έχει κεντηθεί
θα είναι κεντημένος, -η, -ο
θα έχουν κεντηθεί
θα είναι κεντημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κεντάω, να κεντώνα κεντάμε, να κεντούμενα κεντιέμαινα κεντιόμαστε
να κεντάςνα κεντάτενα κεντιέσαινα κεντιέστε, να κεντιόσαστε
να κεντάει, να κεντάνα κεντάν(ε), να κεντούν(ε)να κεντιέταινα κεντιούνται, να κεντιόνται
Aoristνα κεντήσωνα κεντήσουμε, να κεντήσομενα κεντηθώνα κεντηθούμε
να κεντήσειςνα κεντήσετενα κεντηθείςνα κεντηθείτε
να κεντήσεινα κεντήσουν(ε)να κεντηθείνα κεντηθούν(ε)
Perfνα έχω κεντήσει
να έχω κεντημένο
να έχουμε κεντήσει
να έχουμε κεντημένο
να έχω κεντηθεί
να είμαι κεντημένος, -η
να έχουμε κεντηθεί
να είμαστε κεντημένοι, -ες
να έχεις κεντήσει
να έχεις κεντημένο
να έχετε κεντήσει
να έχετε κεντημένο
να έχεις κεντηθεί
να είσαι κεντημένος, -η
να έχετε κεντηθεί
να είστε κεντημένοι, -η
να έχει κεντήσει
να έχει κεντημένο
να έχουν κεντήσει
να έχουν κεντημένο
να έχει κεντηθεί
να είναι κεντημένος, -η, -ο
να έχουν κεντηθεί
να είναι κεντημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέντα, κένταγεκεντάτεκεντιέστε
Aoristκέντησε, κέντακεντήστεκεντήσουκεντηθείτε
Part
izip
Presκεντώντας
Perfέχοντας κεντήσει, έχοντας κεντημένοκεντημένος, -η, -οκεντημένοι, -ες, -α
InfinAoristκεντήσεικεντηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback