παροτρύνω Verb (4) |
διεγείρω Verb (1) |
ζωογονώ Verb (0) |
ανοίγω Verb (0) |
αγριαίνω Verb (0) |
προτρέπω Verb (0) |
εξάπτω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich möchte anregen, daß die zuständigen Gremien sicherstellen, daß aber doch der Fahrerdienst funktioniert, wenn freitags nicht getagt wird, denn es wird viele Mitglieder geben, die jedenfalls den Donnerstag dann hier voll ausnutzen und freitags auf irgendeinem Wege zu ihren Verkehrsmitteln kommen möchten. | Θέλω να παροτρύνω τους αρμοδίους να εξασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες οδηγών θα λειτουργούν ακόμα και όταν δεν θα γίνονται πλέον συνεδριάσεις τις Παρασκευές, επειδή θα υπάρξουν πολλά μέλη που θα εκμεταλλευτούν πλήρως την Πέμπτη και θα πρέπει να μπορούν την Παρασκευή να φτάνουν με κάποιο τρόπο στα μεταφορικά μέσα με τα οποία θα ταξιδέψουν. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte die Kommission anregen, eine Expertengruppe zu entsenden, um die ölhaltigen Sande in Kanada zu besichtigen und eine unabhängige Analyse der ölhaltigen Sande durchzuführen, da sie bis Dezember 2012 Änderungen der Richtlinie über Kraftstoffqualität vorschlagen wird, mit der Möglichkeit, zusätzliche Maßnahmen für Kraftstoffanbieter einzuführen, um Lebenszyklus-Treibhausgase pro Energieeinheit um 2 % zu reduzieren. | Θα ήθελα να παροτρύνω την Επιτροπή να αποστείλει ομάδα εμπειρογνωμόνων στις τοποθεσίες ασφαλτούχου άμμου στον Καναδά για τη διενέργεια ανεξάρτητης ανάλυσης της ασφαλτούχου άμμου, στο πλαίσιο των προτάσεων τροποποίησης της οδηγίας για την ποιότητα των καυσίμων πριν από τον Δεκέμβριο του 2012, με την πιθανή προσθήκη συμπληρωματικών μέτρων για τους προμηθευτές, ενόψει της μείωσης του κύκλου ζωής των αερίων του θερμοκηπίου κατά 2% ανά μονάδα ενέργειας. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte anregen, dies in gewissen Abständen auch zu anderen Dingen durchzuführen. | Θα ήθελα να σας παροτρύνω να γίνονται τέτοιες συζητήσεις σε τακτά διαστήματα και για άλλα θέματα. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte jeden von Ihnen heute dazu anregen, mit in das Bild zu kommen und zögern Sie nicht jemanden zu fragen: | Έτσι θέλω να σας παροτρύνω όλους σήμερα να μπείτε στη φωτογραφία, και να μη διστάζετε να πάτε σε κάποιον και να τον ρωτήσετε, Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anregen |
nahebringen |
nahelegen |
(sich für etwas) aussprechen |
näherbringen |
Ähnliche Wörter |
---|
anregend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rege an | ||
du | regst an | |||
er, sie, es | regt an | |||
Präteritum | ich | regte an | ||
Konjunktiv II | ich | regte an | ||
Imperativ | Singular | reg an! rege an! | ||
Plural | regt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeregt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anregen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διεγείρω | διεγείρουμε, διεγείρομε | διεγείρομαι | διεγειρόμαστε |
διεγείρεις | διεγείρετε | διεγείρεσαι | διεγείρεστε, διεγειρόσαστε | ||
διεγείρει | διεγείρουν(ε) | διεγείρεται | διεγείρονται | ||
Imper fekt | διήγειρα, διέγειρα | διεγείραμε | διεγειρόμουν(α) | διεγειρόμαστε | |
διήγειρες, διέγειρες | διεγείρατε | διεγειρόσουν(α) | διεγειρόσαστε | ||
διήγειρε, διέγειρε | διήγειραν, διεγείραν(ε) | διεγειρόταν(ε) | διεγείρονταν | ||
Aorist | διήγειρα, διέγειρα | διεγείραμε | διεγέρθηκα | διεγερθήκαμε | |
διήγειρες, διέγειρες | διεγείρατε | διεγέρθηκες | διεγερθήκατε | ||
διήγειρε, διέγειρε | διήγειραν, διεγείραν(ε) | διεγέρθηκε | διεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διεγείρω | θα διεγείρουμε, | θα διεγείρομαι | θα διεγειρόμαστε | |
θα διεγείρεις | θα διεγείρετε | θα διεγείρεσαι | θα διεγείρεστε, | ||
θα διεγείρει | θα διεγείρουν(ε) | θα διεγείρεται | θα διεγείρονται | ||
Fut ur | θα διεγείρω | θα διεγείρουμε, | θα διεγερθώ | θα διεγερθούμε | |
θα διεγείρεις | θα διεγείρετε | θα διεγερθείς | θα διεγερθείτε | ||
θα διεγείρει | θα διεγείρουν(ε) | θα διεγερθεί | θα διεγερθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διεγείρω | να διεγείρουμε, | να διεγείρομαι | να διεγειρόμαστε |
να διεγείρεις | να διεγείρετε | να διεγείρεσαι | να διεγείρεστε, | ||
να διεγείρει | να διεγείρουν(ε) | να διεγείρεται | να διεγείρονται | ||
Aorist | να διεγείρω | να διεγείρουμε, | να διεγερθώ | να διεγερθούμε | |
να διεγείρεις | να διεγείρετε | να διεγερθείς | να διεγερθείτε | ||
να διεγείρει | να διεγείρουν(ε) | να διεγερθεί | να διεγερθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διέγειρε | διεγείρετε | διεγείρεστε | |
Aorist | διέγειρε | διεγείρετε | (διεγέρσου) | διεγερθείτε | |
Part izip | Pres | διεγείροντας | διεγειρόμενος | ||
Perf | έχοντας διεγείρει | διεγερμένος, -η, -ο | διεγερμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διεγείρει | διεγερθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανοίγω | ανοίγουμε, ανοίγομε | ανοίγομαι | ανοιγόμαστε |
ανοίγεις | ανοίγετε | ανοίγεσαι | ανοίγεστε, ανοιγόσαστε | ||
ανοίγει | ανοίγουν(ε) | ανοίγεται | ανοίγονται | ||
Imper fekt | άνοιγα | ανοίγαμε | ανοιγόμουν(α) | ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν | |
άνοιγες | ανοίγατε | ανοιγόσουν(α) | ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν | ||
άνοιγε | άνοιγαν, ανοίγαν(ε) | ανοιγόταν(ε) | ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν | ||
Aorist | άνοιξα | ανοίξαμε | ανοίχτηκα | ανοιχτήκαμε | |
άνοιξες | ανοίξατε | ανοίχτηκες | ανοιχτήκατε | ||
άνοιξε | άνοιξαν, ανοίξαν(ε) | ανοίχτηκε | ανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανοίγω | θα ανοίγουμε, | θα ανοίγομαι | θα ανοιγόμαστε | |
θα ανοίγεις | θα ανοίγετε | θα ανοίγεσαι | θα ανοίγεστε, | ||
θα ανοίγει | θα ανοίγουν(ε) | θα ανοίγεται | θα ανοίγονται | ||
Fut ur | θα ανοίξω | θα ανοίξουμε, | θα ανοιχτώ | θα ανοιχτούμε | |
θα ανοίξεις | θα ανοίξετε | θα ανοιχτείς | θα ανοιχτείτε | ||
θα ανοίξει | θα ανοίξουν(ε) | θα ανοιχτεί | θα ανοιχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανοίγω | να ανοίγουμε, | να ανοίγομαι | να ανοιγόμαστε |
να ανοίγεις | να ανοίγετε | να ανοίγεσαι | να ανοίγεστε, | ||
να ανοίγει | να ανοίγουν(ε) | να ανοίγεται | να ανοίγονται | ||
Aorist | να ανοίξω | να ανοίξουμε, | να ανοιχτώ | να ανοιχτούμε | |
να ανοίξεις | να ανοίξετε | να ανοιχτείς | να ανοιχτείτε | ||
να ανοίξει | να ανοίξουν(ε) | να ανοιχτεί | να ανοιχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | άνοιγε | ανοίγετε | ανοίγεστε | |
Aorist | άνοιξε | ανοίξτε, ανοίχτε | ανοίξου | ανοιχτείτε | |
Part izip | Pres | ανοίγοντας | |||
Perf | έχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένο | ανοιγμένος, -η, -ο | ανοιγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανοίξει | ανοιχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.