φυλάω Verb  [filao, fylaw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu φυλάω

φυλάω φυλάγω altgriechisch φυλάσσω


GriechischDeutsch
Πάρε εσύ τον αριθμό, φυλάω το χέρι μου για τον αγώνα.Es ist besser, du wählst, ich muss meine Bowlinghand schonen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φυλάω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φυλάω (φυλάγω)φυλάμε (φυλάγουμε, φυλάγομε)φυλάγομαιφυλαγόμαστε
φυλάς (φυλάγεις)φυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεσαιφυλάγεστε, φυλαγόσαστε
φυλάει (φυλάγει)φυλάν(ε) (φυλάγουν(ε))φυλάγεταιφυλάγονται
Imper
fekt
φύλαγαφυλάγαμεφυλαγόμουν(α)φυλαγόμαστε, φυλαγόμασταν
φύλαγεςφυλάγατεφυλαγόσουν(α)φυλαγόσαστε, φυλαγόσασταν
φύλαγεφύλαγαν, φυλάγαν(ε)φυλαγόταν(ε)φυλάγονταν, φυλαγόντανε, φυλαγόντουσαν
Aoristφύλαξαφυλάξαμεφυλάχτηκαφυλαχτήκαμε
φύλαξεςφυλάξατεφυλάχτηκεςφυλαχτήκατε
φύλαξεφύλαξαν, φυλάξαν(ε)φυλάχτηκεφυλάχτηκαν, φυλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φυλάξει
έχω φυλαγμένο
έχουμε φυλάξει
έχουμε φυλαγμένο
έχω φυλαχτεί
είμαι φυλαγμένος, -η
έχουμε φυλαχτεί
είμαστε φυλαγμένοι, -ες
έχεις φυλάξει
έχεις φυλαγμένο
έχετε φυλάξει
έχετε φυλαγμένο
έχεις φυλαχτεί
είσαι φυλαγμένος, -η
έχετε φυλαχτεί
είστε φυλαγμένοι, -ες
έχει φυλάξει
έχει φυλαγμένο
έχουν φυλάξει
έχουν φυλαγμένο
έχει φυλαχτεί
είναι φυλαγμένος, -η, -ο
έχουν φυλαχτεί
είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φυλάξει
είχα φυλαγμένο
είχαμε φυλάξει
είχαμε φυλαγμένο
είχα φυλαχτεί
ήμουν φυλαγμένος, -η
είχαμε φυλαχτεί
ήμαστε φυλαγμένοι, -ες
είχες φυλάξει
είχες φυλαγμένο
είχατε φυλάξει
είχατε φυλαγμένο
είχες φυλαχτεί
ήσουν φυλαγμένος, -η
είχατε φυλαχτεί
ήσαστε φυλαγμένοι, -ες
είχε φυλάξει
είχε φυλαγμένο
είχαν φυλάξει
είχαν φυλαγμένο
είχε φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένος, -η, -ο
είχαν φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φυλάω (θα φυλάγω)θα φυλάγαμε (θα φυλάγουμε, θα φυλάγομε)θα φυλάγομαιθα φυλαγόμαστε
θα φυλάς (θα φυλάγεις)θα φυλάτε (θα φυλάγετε)θα φυλάγεσαιθα φυλάγεστε, θα φυλαγόσαστε
θα φυλάει (θα φυλάγει)θα φυλάν(ε) (θα φυλάγουν(ε))θα φυλάγεταιθα φυλάγονται
Fut
ur
θα φυλάξωθα φυλάξουμε, θα φυλάξομεθα φυλαχτώθα φυλαχτούμε
θα φυλάξειςθα φυλάξετεθα φυλαχτείςθα φυλαχτείτε
θα φυλάξειθα φυλάξουν(ε)θα φυλαχτείθα φυλαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φυλάξει
θα έχω φυλαγμένο
θα έχουμε φυλάξει
θα έχουμε φυλαγμένο
θα έχω φυλαχτεί
θα είμαι φυλαγμένος, -η
θα έχουμε φυλαχτεί
θα είμαστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχεις φυλάξει
θα έχεις φυλαγμένο
θα έχετε φυλάξει
θα έχετε φυλαγμένο
θα έχεις φυλαχτεί
θα είσαι φυλαγμένος, -η
θα έχετε φυλαχτεί
θα είστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχει φυλάξει
θα έχει φυλαγμένο
θα έχουν φυλάξει
θα έχουν φυλαγμένο
θα έχει φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φυλάω (να φυλάγω)να φυλάμε (να φυλάγουμε, να φυλάγομε)να φυλάγομαινα φυλαγόμαστε
να φυλάς (να φυλάγεις)να φυλάτε (να φυλάγετε)να φυλάγεσαινα φυλάγεστε, να φυλαγόσαστε
να φυλάει (να φυλάγει)να φυλάν(ε) (να φυλάγουν(ε))να φυλάγεταινα φυλάγονται
Aoristνα φυλάξωνα φυλάξουμε, να φυλάξομενα φυλαχτώνα φυλαχτούμε
να φυλάξειςνα φυλάξετενα φυλαχτείςνα φυλαχτείτε
να φυλάξεινα φυλάξουν(ε)να φυλαχτείνα φυλαχτούν(ε)
Perfνα έχω φυλάξει
να έχω φυλαγμένο
να έχουμε φυλάξει
να έχουμε φυλαγμένο
να έχω φυλαχτεί
να είμαι φυλαγμένος, -η
να έχουμε φυλαχτεί
να είμαστε φυλαγμένοι, -ες
να έχεις φυλάξει
να έχεις φυλαγμένο
να έχετε φυλάξει
να έχετε φυλαγμένο
να έχεις φυλαχτεί
να είσαι φυλαγμένος, -η
να έχετε φυλαχτεί
να είστε φυλαγμένοι, -ες
να έχει φυλάξει
να έχει φυλαγμένο
να έχουν φυλάξει
να έχουν φυλαγμένο
να έχει φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένος, -η, -ο
να έχουν φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφύλα, φύλαγεφυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεστε
Aoristφύλαξεφυλάξτε (φυλάξτε)φυλάξουφυλαχτείτε
Part
izip
Presφυλώντας, φυλάγοντας
Perfέχοντας φυλάξει, έχοντας φυλαγμένοφυλαγμένος, -η, -οφυλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφυλάξειφυλαχτεί









Griechische Definition zu φυλάω

φυλάω [filáo] & : 1. αναλαμβάνω να επιτηρώ, να προσέχω κπ. ή κτ. για να μη (δια)φύγει ή να μην πάθει κτ. κακό: Ήταν τσομπάνος και φύλαγε πρόβατα. Ο δεσμοφύλακας φυλάει τους κρατουμένους. Ο σκύλος φυλάει το σπίτι. Tα σύνορα φυλάγονται αυστηρά. || φυλάω σκοπός / σκοπιά, εκτελώ υπηρεσία ως σκοπός. ΦΡ φυλάω Θερμοπύλες*. φυλάω τσίλιες*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback