τομή altgriechisch τομή τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι τομές πρέπει να πραγματοποιούνται επάνω στις κλειδώσεις. | Die Schnitte werden an den Gelenken angesetzt; Übersetzung bestätigt |
Οι δύο τομές πρέπει να πραγματοποιούνται επάνω στις κλειδώσεις. | Die beiden Schnitte werden an den Gelenken angesetzt; Übersetzung bestätigt |
Οι τομές χρώννυνται με κατάλληλες ειδικές για τη μυελίνη και τους νευράξονες χρωστικές. | Die Schnitte werden mit geeigneten myelinund axonspezifischen Färbemitteln angefärbt. Übersetzung bestätigt |
Επίσης πρέπει να λαμβάνονται τομές από την περιφερική περιοχή του κνημιαίου νεύρου και των διακλαδώσεών του στο γαστροκνήμιο μυ καθώς και από το ισχιακό νεύρο. | Auch vom distalen Bereich des Nervus tibialis und seiner Verzweigungen zum Musculus gastrocnemius sowie vom Nervus sciaticus sollten Schnitte angefertigt werden. Übersetzung bestätigt |
Θα πρέπει να πραγματοποιείται λεπτομερής ιστοπαθολογική εξέταση των όρχεων (π.χ. χρησιμοποιώντας στερεωτικό Bouin, ενσωμάτωση σε παραφίνη και εγκάρσιες τομές πάχους 4-5μm) για τον εντοπισμό επιδράσεων σχετιζόμενων με την αγωγή όπως κατακρατούμενες σπερματίδες, ελλείπουσες στιβάδες ή τύποι γεννητικών κυττάρων, πολυπυρηνικά γιγαντοκύτταρα ή εσχάρωση σπερμογενών κυττάρων στον αυλό (14). | An den Hoden ist eine eingehende histopathologische Untersuchung vorzunehmen (z. B. Verwendung des Bouinschen Fixiermittels, Einbettung in Paraffin und transversale Schnitte von 4 bis 5 μm Dicke), um behandlungsbedingte Auswirkungen wie Retention von Spermatiden, fehlende Keimzellenschichten oder -typen, mehrkernige Riesenzellen oder die Ablösung von spermatogenen Zellen in das Lumen festzustellen (14). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
τομή κατά μήκος |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Einschnitt | die Einschnitte |
Genitiv | des Einschnitts des Einschnittes | der Einschnitte |
Dativ | dem Einschnitt dem Einschnitte | den Einschnitten |
Akkusativ | den Einschnitt | die Einschnitte |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Schnittpunkt | die Schnittpunkte |
Genitiv | des Schnittpunktes des Schnittpunkts | der Schnittpunkte |
Dativ | dem Schnittpunkt dem Schnittpunkte | den Schnittpunkten |
Akkusativ | den Schnittpunkt | die Schnittpunkte |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schnittmenge | die Schnittmengen |
Genitiv | der Schnittmenge | der Schnittmengen |
Dativ | der Schnittmenge | den Schnittmengen |
Akkusativ | die Schnittmenge | die Schnittmengen |
τομή η [tomí] : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τέμνω. α. (ιατρ.) διαί ρεση των ιστών του σώματος με τα κατάλληλα όργανα, για να γίνει μια χειρουργική επέμβαση: Kαισαρική* τομή. || το σημάδι που μένει στο σημείο όπου γίνεται η τομή. β1. (γεωμ.) το σύνολο των κοινών σημείων που έχουν δύο γραμμές, επιφάνειες ή στερεά, όταν τέμνονται μεταξύ τους. || ΦΡ χρυ σή* τομή. β2. σχεδιάγραμμα οικοδομής, μηχανής κτλ. που τέμνεται υποθετι κά από επίπεδο, για να φαίνεται το εσωτερικό της: τομή κατά μήκος / κατά πλάτος. Οριζόντια / κάθετη τομή. γ. (μετρ.) το σταμάτημα της φωνής όταν απαγγέλλουμε έναν οπωσδήποτε μεγάλο στίχο, σε ένα σημείο του κοντά στη μέση, ώστε να χωρίζεται σε δύο άλλους μικρότερους. || η θέση όπου γίνεται το χώρισμα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.