{η}  πλάτη Subst.  [plati, plath]

{der}    Subst.
(3530)

Etymologie zu πλάτη

πλάτη altgriechisch πλατεῖα πλατύς


GriechischDeutsch
Ανάπτυξη των πλαγίων όψεων του σφάγιου και ιδίως των σημαντικότερων μερών του (μηρός, πλάτη, ωμοπλάτη)Entwicklung der Profile der Schlachtkörper und insbesondere ihrer wesentlichen Teile (Keule, Rücken und Schulter)

Übersetzung bestätigt

Οι δύο κατακόρυφοι ελαστικοί ιμάντες δένονται πίσω από το λαιμό και ο οριζόντιος ελαστικός ιμάντας δένεται στην πλάτη του ατόμου.Diese beiden vertikal befestigten Kordeln werden im Nacken und die horizontale Tunnelkordel auf dem Rücken der Trägerin gebunden.

Übersetzung bestätigt

Τομή διαχωρίζουσα το άνω μέρος του μηρού/μηρό από την πλάτηTrennung von Oberschenkel/Bein und Rücken durch Schnitt

Übersetzung bestätigt

Όσον αφορά τα κοτόπουλα, τις νεαρές πάπιες ή τα παπάκια και τους γάλους και τις γαλοπούλες, πρέπει να υπάρχει ένα λεπτό και κανονικό στρώμα λίπους στο στήθος, την πλάτη και τους μηρούς.Bei Hähnchen, Frühmastenten/Jungenten und Puten/Truthähnen sind Brust, Rücken und Schenkel mit einer dünnen, gleichmäßigen Fettschicht überzogen.

Übersetzung bestätigt

Το είδος δεν φέρει τις κλασικές λωρίδες που φτάνουν πίσω στην πλάτη, αλλά προσκολλάται στο σώμα μέσω της επικάλυψης του εσωτερικού των θηκών με συγκολλητική ύλη.Anstelle der üblichen, über den Rücken verlaufenden Träger haftet die Ware durch einen Haftfilm am Körper.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Wirbelsäule
Rückgrat
Rücken



Griechische Definition zu πλάτη

πλάτη η [pláti] : 1α. το οπίσθιο τμήμα του κορμού του ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα και τους ώμους ως τη μέση· ράχη, νώτα: Πόνος / τραύμα / μαχαιριά στην πλάτη. Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτη την πλάτη. Tον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Aκουμπούσαν πλάτη με πλάτη. || (πληθ.): Έχει φαρδιές / στενές / δυνατές πλάτες. (έκφρ.) σηκώνω* τις πλάτες μου. γυρίζω* / γυρνώ σε κπ. την πλάτη. δείχνω* σε κπ. την πλάτη. ΦΡ κάνω πλάτες σε κπ., υποβοηθώ, καλύπτω κπ. που κάνει μια (συνήθ. επιλήψιμη, παράνομη) πράξη. έχω γερές πλάτες, διαθέτω ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσα. βάζω πλάτη, βοη θώ, στηρίζω κπ. πίσω* από την πλάτη μου. χτυπούν τα πόδια του / οι φτέρνες του στην πλάτη, για κπ. που (για κπ. λόγο) τρέχει πολύ γρήγορα. || (μτφ.): Bαριές ευθύνες / υποχρεώσεις έπεσαν στις πλάτες του. Φορτώνομαι* κτ. στην πλάτη μου και ως έκφραση. (έκφρ.) κουβαλώ* κπ. στην πλάτη μου. || (ως επίρρ.): Bγήκε πλάτη στην τηλεόραση, χωρίς να δείχνει το πρόσωπό του. β. το αντίστοιχο τμήμα ρούχου: Tο σακάκι / το παλτό / το φόρεμα με στενεύει στην πλάτη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback