πένθος altgriechisch πένθος proto-indogermanisch *kʷendʰ-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι μετατραυματικές διαταραχές που παρατηρούνται στις εν λόγω ομάδες πληθυσμού επιδεινώνονται συχνά από πολυάριθμα πένθη και από ένα ιδιαίτερα επίπονο βίωμα της εξορίας. | In dieser Bevölkerungsgruppe werden die posttraumatischen Störungen häufig durch vielfache Trauer und ein sehr schmerzhaftes Exilerleben verschlimmert. Übersetzung bestätigt |
Ο Πρόεδρος κ. MALOSSE εκφράζει κατ’ αρχάς την έντονη αποδοκιμασία του για τη σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων των προηγούμενων ημερών, που βύθισαν στο πένθος την Τυνησία, το Κουβέιτ, την Αίγυπτο και τη Γαλλία, αλλά και για την ένοπλη σύρραξη που εξακολουθεί να μαίνεται στην Ουκρανία. | Präsident MALOSSE bringt zunächst seine Missbilligung der verschiedenen Terroranschläge zum Ausdruck, die in den vorausgegangenen Tagen Tunesien, Kuwait, Ägypten und Frankreich in Trauer versetzt hatten, und verurteilt den bewaffneten Konflikt, der weiterhin in der Ukraine wütet. Übersetzung bestätigt |
Το τελικό στάδιο της ασθένειας, ο θάνατος και το πένθος δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται χωριστά αλλά ως τμήμα της ζωής στη συνείδηση της κοινωνίας. | Sterben, Tod und Trauer sollen nicht ausgegrenzt, sondern als Teil des Lebens in das Bewusstsein der Gesellschaft gerufen werden. Übersetzung bestätigt |
Τις ζοφερές εκείνες ημέρες, οι πόλεις της ήταν ερειπωμένες, και το πένθος και η πικρία επικρατούσαν ακόμα στις καρδιές πολλών ανθρώπων. | In jenen dunklen Tagen lagen die Städte in Trümmern und die Herzen vieler Menschen waren voll Trauer und Verbitterung. Übersetzung bestätigt |
Πρόκειται για πραγματική καταστροφή. Πολλές οικογένειες στην Ολλανδία οι οποίες κατάγονται από την περιοχή ανησυχούν φοβερά ή έχουν κιόλας βυθιστεί σε βαθύ πένθος. | Das ist katastrophal, und viele molukkische Familien in den Niederlanden sind zutiefst beunruhigt oder in tiefer Trauer. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Trauer |
Betroffenheit |
Traurigkeit |
πένθος το [pénθos] : μεγάλη θλίψη εξαιτίας θανάτου αγαπητού, προσφιλούς κτλ. προσώπου: Bαθύτατο πένθος. Εθνικό πένθος. || χρονικό διάστημα κατά το οποίο τηρεί κανείς ορισμένες τυπικές συμπεριφορές δηλωτικές πένθους: Έχει πένθος και δε θα γιορτάσει. || εξωτερικό σημείο δηλωτικό πένθους (μαύρη ταινία στο πέτο ή μαύρο περιβραχιόνιο): Φορώ πένθος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.