{το}  κενό Subst.  [keno]

{die}    Subst.
(799)
{das}    Subst.
(446)
{die}    Subst.
(342)
{die}    Subst.
(1)

Etymologie zu κενό

κενό substantiviertes Neutrum des Adjektivs κενός


GriechischDeutsch
Διάφορα μέρη επιβεβαιώνουν την ανάγκη ύπαρξης μιας τοπικής αγοράς που θα έχει στόχο να καλύψει το κενό που αφήνουν οι μεγάλες εταιρείες και θα επωφελείται από τοπικά δίκτυα γνώσεων και πραγματογνωμοσύνης.Mehrere Beteiligte halten einen lokalen Markt zur Schließung der von den größeren Branchenunternehmen gelassenen Lücke, der von lokalem Sachverstand und persönlichen Beziehungsgeflechten profitieren kann, für ausdrücklich erforderlich.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, αυτό πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη το κενό που προκλήθηκε στην αγορά με το κλείσιμο της ODDA στα τέλη του 2002, η οποία κατείχε μερίδιο της αγοράς περίπου 25 % πριν από το κλείσιμό της.Diese Entwicklung sollte jedoch vor dem Hintergrund der Lücke gesehen werden, die durch die Schließung von ODDA Ende 2002 auf dem Markt entstanden war — vor seiner Schließung hatte ODDA einen Marktanteil von rund 25 %.

Übersetzung bestätigt

Σε περίπτωση που, κατά την εφαρμογή ορισμένων ισχυουσών διατάξεων επισημαίνεται κενό επιζήμιο για τα συμφέροντα της Κοινότητας, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται, μετά από αίτηση είτε ενός από αυτά είτε της Επιτροπής με σκοπό την κάλυψη του κενού αυτού.Stellen sich bei der Anwendung der geltenden Bestimmungen Lücken heraus, die sich nachteilig auf die Interessen der Gemeinschaft auswirken, so konsultieren der Mitgliedstaat und die Kommission einander auf Ersuchen eines Mitgliedstaats oder der Kommission, um diese Lücken zu schließen.

Übersetzung bestätigt

Μετά τη συγκέντρωση, η νέα επιχείρηση θα καλύψει σε μεγάλο βαθμό το κενό που τη χωρίζει από τον υπ’ αριθμό ένα παράγοντα της αγοράς, δηλαδή την EnergiDanmark.Nach dem Zusammenschluss wird das neue Unternehmen die derzeitige Lücke zur Nummer 1, EnergiDanmark, weitgehend schließen.

Übersetzung bestätigt

Το θέμα επείγει. Για να αποφευχθεί νομικό κενό πρέπει να δοθεί εξαίρεση στην περίοδο έξι εβδομάδων του σημείου Ι(3) του πρωτοκόλλου για το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,Angesichts der Dringlichkeit des Anliegens und um eine rechtliche Lücke zu vermeiden, ist es dringend erforderlich, eine Ausnahme von der Sechswochenfrist nach Nummer I Punkt 3 des dem Vertrag über die Europäische Union und den Verträgen zur Gründung der Europäischen Gemeinschaften beigefügten Protokolls über die Rolle der einzelstaatlichen Parlamente in der Europäischen Union zuzulassen —

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu κενό.



Singular

Plural

Nominativdie Lücke

die Lücken

Genitivder Lücke

der Lücken

Dativder Lücke

den Lücken

Akkusativdie Lücke

die Lücken






Singular

Plural

Nominativdie Leere

Genitivder Leere

Dativder Leere

Akkusativdie Leere




Singular

Plural

Nominativdie Aussparung

die Aussparungen

Genitivder Aussparung

der Aussparungen

Dativder Aussparung

den Aussparungen

Akkusativdie Aussparung

die Aussparungen




Griechische Definition zu κενό

κενό το [kenó] : 1. χώρος ή διάστημα: α. που δεν περιέχει τίποτε: Έπεσε με το αλεξίπτωτο στο κενό. Παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό. || (μτφ.): Tα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν τα πρόσεξε κανείς, δεν του έδωσαν καμία σημασία. (έκφρ.) έχω ένα κενό στο στομάχι, το αισθάνομαι άδειο. ΦΡ άλμα / πήδημα στο κενό, επικίνδυνη πράξη με απρόβλεπτες, συνήθ. αρνητικές, συνέπειες. || (φυσ.) Aπόλυτο κενό, θεωρητική έννοια για το χώρο στον οποίο δεν υπάρχει κανένα ίχνος ύλης. κενό (αέρος), χώρος στον οποίο έχει ελαττωθεί αισθητά η ατμοσφαιρική πίεση: Tο αεροπλάνο συνάντησε πολλά κενά. || Συσκευασία σε κενό / εν κενώ, που έχει αφαιρεθεί ο αέρας. β. που προήλθε από τη διακοπή μιας συνέχειας: Mεσολάβησε ένα κενό σιωπής. Tο χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά, λείπουν λέξεις ή γράμματα. || (προφ., στη γλώσσα του σχολείου): Tη δεύτερη ώρα έχουμε κενό, δεν έχουμε μάθημα. γ. που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις· χάσμα: Yπάρχουν πολλά κενά στη μνήμη μου. Ο συλλογισμός σου παρουσιάζει κενά. Οι ιστορικές μου γνώσεις έχουν κενά. 2. (προφ.) θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί: Yπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση. 3. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια: Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Δεν μπορεί να γεμίσει το κενό της ψυχής του.

[λόγ. < αρχ. κενόν τό `το άδειο διάστημα΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. κενός & σημδ. γαλλ. vide]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback