{το}  επίδομα Subst.  [epidoma, epithoma]

{die}    Subst.
(103)
{die}    Subst.
(38)
{der}    Subst.
(10)

Etymologie zu επίδομα

επίδομα Koine-Griechisch ἐπίδομα ἐπί + δόμα δίδωμι


GriechischDeutsch
Ο υπάλληλος που λαμβάνει επίδομα κατοικίας οφείλει να ενημερώνει αμέσως τον προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού για κάθε αλλαγή κατάστασης που ενδέχεται να συνεπάγεται μεταβολή του δικαιώματος στο επίδομα αυτό.Ein Bediensteter, der eine Mietzulage erhält, ist verpflichtet, den Leiter der Dienststelle Verwaltung und Personal sofort von jeder Änderung seiner Lebensumstände in Kenntnis zu setzen, die eine Änderung seines Anspruchs auf die Zulage bewirken könnte.

Übersetzung bestätigt

Το επίδομα ισούται προς το διπλάσιο του μηνιαίου επιδόματος συντηρούμενου τέκνου και καταβάλλεται για κάθε τέκνο.Diese Zulage ist doppelt so hoch wie die monatliche Zulage für ein unterhaltsberechtigtes Kind. Sie wird für jedes Kind gezahlt.

Übersetzung bestätigt

Στην περίπτωση συζύγων ή καταχωρισμένων συντρόφων που εργάζονται και οι δύο σε διεθνείς οργανισμούς, καταβάλλεται σε εκείνον που λαμβάνει το επίδομα αρχηγού οικογένειας ή αντίστοιχη αποζημίωση.Wenn sowohl der Bedienstete als auch sein Ehegatte oder eingetragener Partner bei internationalen Organisationen arbeiten, wird die Zulage demjenigen von ihnen gezahlt, der die Haushaltszulage oder eine gleichwertige Zulage bezieht.

Übersetzung bestätigt

εάν το δεύτερο αυτό ποσό είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το πρώτο, ο υπάλληλος δεν λαμβάνει επίδομα.Ist dieser zweite Betrag gleich dem ersten Betrag oder höher, so erhält der Bedienstete keine Zulage.

Übersetzung bestätigt

Το εν λόγω επίδομα δεν καταβάλλεται σε υπάλληλο του οποίου ο/η σύζυγος ή καταχωρισμένος(-η) σύντροφος είναι μέλος διεθνούς οργανισμού και έχει βασικό μισθό ανώτερο του δικού του.Diese Zulage wird nicht gewährt, wenn der Ehegatte oder der eingetragene Partner des Bediensteten selbst bei einer internationalen Organisation arbeitet und sein Grundgehalt das Grundgehalt des Bediensteten übersteigt.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu επίδομα

επίδομα το [epíδoma] : 1α.νομοθετημένη πρόσθετη αμοιβή που παίρνει ο εργαζόμενος για ορισμένη αιτία: επίδομα γάμου ή επίδομα συζύγου. επίδομα παιδιού. Οικογενειακό επίδομα. επίδομα ανθυγιεινής / επικίνδυνης / νυχτερινής εργασίας. επίδομα σπουδών / παραγωγικότητας / εξομάλυνσης*. επίδομα στολής / κατοικίας / αδείας. Tεχνικό επίδομα. H κυβέρνηση μεθοδεύει την κατάργηση πολλών επιδομάτων. β. νομοθετημένη οικονομική ενίσχυση που δίνεται σε άνθρωπο με ορισμένες ανάγκες: επίδομα ανεργίας / αναπηρίας / ασθένειας / τοκετού / λουτροθεραπείας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback