Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
απαθανατίζω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
wahren |
erhalten |
bewahren |
verewigen |
eternisieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαιωνίζω | διαιωνίζουμε, διαιωνίζομε | διαιωνίζομαι | διαιωνιζόμαστε |
διαιωνίζεις | διαιωνίζετε | διαιωνίζεσαι | διαιωνίζεστε, διαιωνιζόσαστε | ||
διαιωνίζει | διαιωνίζουν(ε) | διαιωνίζεται | διαιωνίζονται | ||
Imper fekt | διαιώνιζα | διαιωνίζαμε | διαιωνιζόμουν(α) | διαιωνιζόμαστε, διαιωνιζόμασταν | |
διαιώνιζες | διαιωνίζατε | διαιωνιζόσουν(α) | διαιωνιζόσαστε, διαιωνιζόσασταν | ||
διαιώνιζε | διαιώνιζαν, διαιωνίζαν(ε) | διαιωνιζόταν(ε) | διαιωνίζονταν, διαιωνιζόντανε, διαιωνιζόντουσαν | ||
Aorist | διαιώνισα | διαιωνίσαμε | διαιωνίστηκα | διαιωνιστήκαμε | |
διαιώνισες | διαιωνίσατε | διαιωνίστηκες | διαιωνιστήκατε | ||
διαιώνισε | διαιώνισαν, διαιωνίσαν(ε) | διαιωνίστηκε | διαιωνίστηκαν, διαιωνιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαιωνίσει έχω διαιωνισμένο | έχουμε διαιωνίσει έχουμε διαιωνισμένο | έχω διαιωνιστεί είμαι διαιωνισμένος, -η | έχουμε διαιωνιστεί είμαστε διαιωνισμένοι, -ες | |
έχεις διαιωνίσει έχεις διαιωνισμένο | έχετε διαιωνίσει έχετε διαιωνισμένο | έχεις διαιωνιστεί είσαι διαιωνισμένος, -η | έχετε διαιωνιστεί είστε διαιωνισμένοι, -ες | ||
έχει διαιωνίσει έχει διαιωνισμένο | έχουν διαιωνίσει έχουν διαιωνισμένο | έχει διαιωνιστεί είναι διαιωνισμένος, -η, -ο | έχουν διαιωνιστεί είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διαιωνίσει είχα διαιωνισμένο | είχαμε διαιωνίσει είχαμε διαιωνισμένο | είχα διαιωνιστεί ήμουν διαιωνισμένος, -η | είχαμε διαιωνιστεί ήμαστε διαιωνισμένοι, -ες | |
είχες διαιωνίσει είχες διαιωνισμένο | είχατε διαιωνίσει είχατε διαιωνισμένο | είχες διαιωνιστεί ήσουν διαιωνισμένος, -η | είχατε διαιωνιστεί ήσαστε διαιωνισμένοι, -ες | ||
είχε διαιωνίσει είχε διαιωνισμένο | είχαν διαιωνίσει είχαν διαιωνισμένο | είχε διαιωνιστεί ήταν διαιωνισμένος, -η, -ο | είχαν διαιωνιστεί ήταν διαιωνισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαιωνίζω | θα διαιωνίζουμε, | θα διαιωνίζομαι | θα διαιωνιζόμαστε | |
θα διαιωνίζεις | θα διαιωνίζετε | θα διαιωνίζεσαι | θα διαιωνίζεστε, | ||
θα διαιωνίζει | θα διαιωνίζουν(ε) | θα διαιωνίζεται | θα διαιωνίζονται | ||
Fut ur | θα διαιωνίσω | θα διαιωνίσουμε, | θα διαιωνιστώ | θα διαιωνιστούμε | |
θα διαιωνίσεις | θα διαιωνίσετε | θα διαιωνιστείς | θα διαιωνιστείτε | ||
θα διαιωνίσει | θα διαιωνίσουν(ε) | θα διαιωνιστεί | θα διαιωνιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαιωνίζω | να διαιωνίζουμε, | να διαιωνίζομαι | να διαιωνιζόμαστε |
να διαιωνίζεις | να διαιωνίζετε | να διαιωνίζεσαι | να διαιωνίζεστε, | ||
να διαιωνίζει | να διαιωνίζουν(ε) | να διαιωνίζεται | να διαιωνίζονται | ||
Aorist | να διαιωνίσω | να διαιωνίσουμε, | να διαιωνιστώ | να διαιωνιστούμε | |
να διαιωνίσεις | να διαιωνίσετε | να διαιωνιστείς | να διαιωνιστείτε | ||
να διαιωνίσει | να διαιωνίσουν(ε) | να διαιωνιστεί | να διαιωνιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαιωνίσει | να έχουμε διαιωνίσει | να έχω διαιωνιστεί | να έχουμε διαιωνιστεί | |
να έχεις διαιωνίσει | να έχετε διαιωνίσει | να έχεις διαιωνιστεί | να έχετε διαιωνιστεί | ||
να έχει διαιωνίσει | να έχουν διαιωνίσει | να έχει διαιωνιστεί | να έχουν διαιωνιστεί | ||
Imper ativ | Pres | διαιώνιζε | διαιωνίζετε | διαιωνίζεστε | |
Aorist | διαιώνισε | διαιωνίστε | διαιωνίσου | διαιωνιστείτε | |
Part izip | Pres | διαιωνίζοντας | διαιωνιζόμενος | ||
Perf | έχοντας διαιωνίσει, έχοντας διαιωνισμένο | διαιωνισμένος, -η, -ο | διαιωνισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαιωνίσει | διαιωνιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verewige | ||
du | verewigst | |||
er, sie, es | verewigt | |||
Präteritum | ich | verewigte | ||
Konjunktiv II | ich | verewigte | ||
Imperativ | Singular | verewige! | ||
Plural | verewigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verewigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verewigen |
διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι : 1α. κάνω κτ. να διαρκέσει για απεριόριστο ή για απροσδιόριστα πολύ μεγάλο διάστημα, το διατηρώ στη μνήμη αναρίθμητων γενεών: Προκαταλήψεις / ελαττώματα / μίση που διαιωνίστηκαν έως τις μέρες μας. H δόξα του θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει το έθνος μας. β. διατηρώ ένα βιολογικό είδος με τη δημιουργία απογόνων, με την αναπαραγωγή. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.