Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυθαδιάζω

αυθαδιάζω mittelgriechisch αυθαδιάζω Koine-Griechisch αὐθαδιάζομαι altgriechisch αὐθαδίζομαι αὐθάδης


καμπάνισμα

καμπάνισμα καμπανίζω + -μα mittelgriechisch καμπανίζω καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


τσουγκρανίζω

τσουγκρανίζω mittelgriechisch τσουγκρανίζω γρατσουνίζω


ψαρική

ψαρική mittelgriechisch ψαρική ψάρι


αδερφοποιτός

αδερφοποιτός mittelgriechisch αδελφοποιτός αδελφός + ποιώ


ακυρολεξία

ακυρολεξία mittelgriechisch άκυρος + λέξις· Σούδα: αὐθέντης ... ἀντὶ τοῦ δεσπότης, ὅπερ ἔστιν ἀκυρολεξία.


γκαστρώνω

γκαστρώνω mittelgriechisch εγγαστρώνω Koine-Griechisch ἐγγαστρόω ἐν- + γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός)


κοινοβιάτης

κοινοβιάτης mittelgriechisch κοινοβιάτης / κοινοβίτης / κοινοβιώτης Koine-Griechisch κοινόβιον, Maskulinum von κοινόβιος


μεταλαβαίνω

μεταλαβαίνω mittelgriechisch μεταλαβαίνω altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


θρηνολογία

θρηνολογία mittelgriechisch θρηνολογία Koine-Griechisch θρηνολογέω


επισκοπάτο

επισκοπάτο mittelgriechisch επισκοπάτον


ξοδιάζω

ξοδιάζω mittelgriechisch ξοδιάζω και ἐξοδιάζω Koine-Griechisch ἐξοδιάζω[1] ἔξοδος


αναπτερώνω

αναπτερώνω mittelgriechisch ἀναπτερώνω και παράλληλα ἀναπτερυγιάζω altgriechisch ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ


λαθροφαγία

λαθροφαγία mittelgriechisch λαθροφαγία altgriechisch λαθροφάγος λάθρῃ + -φάγος


ακροπύργιο

ακροπύργιο ἀκροπύργιον mittelgriechisch ἀκροπύργωμα


αμυδρότητα

αμυδρότητα mittelgriechisch ἀμυδρότης


εκβαθύνω

εκβαθύνω mittelgriechisch εκβαθύνω εκ- + βαθύνω altgriechisch βαθύνω βαθύς


σφάλισμα

σφάλισμα mittelgriechisch σφάλισμα σφαλίζω + -μα


κατατόπι

κατατόπι mittelgriechisch κατατόπι έκφραση κατά τόπον


παραστρατώ

παραστρατώ mittelgriechisch παραστρατῶ παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


λογχίζω

λογχίζω mittelgriechisch λογχίζω altgriechisch λόγχη


βολετός

βολετός mittelgriechisch βολετός


ξεχαρβαλώνω

ξεχαρβαλώνω mittelgriechisch ξεχαρβαλώνω ξε- + χάρβαλον


εγκαρδιώνω

εγκαρδιώνω mittelgriechisch εγκαρδιώνω εγκάρδιος


αλφαδάκι

αλφαδάκι αλφάδι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα


χάιδι

χάιδι mittelgriechisch χάιδι ηχάδιον (=κανάκεμα, τραγούδι) ήχος +-άδιον


γιομίζω

γιομίζω mittelgriechisch γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


φιλοδωρώ

φιλοδωρώ φιλοδωρέω mittelgriechisch altgriechisch φιλόδωρος


παλιοπάπουτσο

παλιοπάπουτσο mittelgriechisch παλιοπάπουτσο παλιο- + παπούτσι


θυμιατίζω

θυμιατίζω mittelgriechisch θυμιατίζω θυμιατός altgriechisch θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


ασχόληση

ασχόληση mittelgriechisch ἀσχόλησις


αναστέναγμα

αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


απολυτρώνω

απολυτρώνω mittelgriechisch απολυτρώνω Koine-Griechisch ἀπολυτρόω / ἀπολυτρῶ


πεθαμός

πεθαμός mittelgriechisch ἀπεθαμός ἀπεθαίνω altgriechisch ἀποθνήσκω θνήσκω/ θνῄσκω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-


θηλύκωμα

θηλύκωμα θηλυκώνω + -μα mittelgriechisch θηλυκώνω θηλύκι θηλύκιον, υποκοριστικό του altgriechisch θηλυκός θήλυς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (θηλάζω, εκμυζώ, ρουφώ)


αντίπροχθες

αντίπροχθες mittelgriechisch αντίπροχθες


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


παναμώμητος

παναμώμητος mittelgriechisch παν + αμώμητος


λιγοθυμώ

λιγοθυμώ mittelgriechisch λιγοθυμώ Koine-Griechisch λιποθυμῶ


εντροπαλός

εντροπαλός mittelgriechisch ἐντροπαλός altgriechisch ἐντροπή


ερημόνησο

ερημόνησο mittelgriechisch ἐρημόνησον. Συγχρονικά αναλύεται σε ερημό- + νησ(ί) + -ο


αλλαξοκαιριά

αλλαξοκαιριά mittelgriechisch ἀλλαξοκαιρία ή -ριά


κουνάδι

κουνάδι mittelgriechisch κουνάδι mittelgriechisch κουνάδι slawisch куна (kǔːna) πρωτοslawisch *kuna (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


αποφάγι

αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφράζω

αποφράζω mittelgriechisch ἀποφράζω altgriechisch ἀποφράσσω ἀπό + φράσσω indoeuropäisch (Wurzel) *bherekʷ-


απλήγωτος

απλήγωτος mittelgriechisch απλήγωτος α- + πληγώνω + -τος


κτητορικός

κτητορικός mittelgriechisch κτητορικός κτήτωρ + -ικός


ατημελησία

ατημελησία (λόγιο) mittelgriechisch ἀτημελησία[1] ἀτημελής[2]


διαγουμίζω

διαγουμίζω mittelgriechisch διαγουμίζω διαγουμάς türkisch yağma (διαρπαγή)


τσαπίζω

τσαπίζω mittelgriechisch τσαπίζω τσάπα + -ίζω


δικηγορώ

δικηγορώ mittelgriechisch δικηγορώ δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


αλφαδιάζω

αλφαδιάζω αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον altgriechisch ἄλφα


απίστομα

απίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


κατασυντρίβω

κατασυντρίβω mittelgriechisch κατασυντρίβω κατά + altgriechisch συντρίβω


τσεκουρώνω

τσεκουρώνω τσεκούρι + -ώνω mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)


ινδικτιών

ινδικτιών mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ζητεία

ζητεία mittelgriechisch ζητεία


καλίγωμα

καλίγωμα mittelgriechisch καλίγωμα / καλλίγωμα καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα (παπούτσι) lateinisch caliga calceus calx indoeuropäisch (Wurzel) (s)kel-


δρασκελώ

δρασκελώ mittelgriechisch δρασκελώ δρασκελίζω διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


αφιλοξενία

αφιλοξενία mittelgriechisch ἀφιλοξενία ἀφιλόξενος


οικήτωρ

οικήτωρ mittelgriechisch οικήτωρ altgriechisch οἰκήτωρ οἰκέω οἶκος ϝοῖκος proto-indogermanisch *woyḱos / *wéyḱs


ετοιμόγεννος

ετοιμόγεννος Koine-Griechisch ἑτοιμόγεννος[1] ή mittelgriechisch[2] Συγχρονικά αναλύεται σε ετοιμο- + -γεννος


φεγγίζω

φεγγίζω mittelgriechisch φεγγίζω φέγγος + -ίζω


θυμιάζω

θυμιάζω mittelgriechisch θυμιάζω altgriechisch θυμιάω / θυμιῶ


δαμασκί

δαμασκί mittelgriechisch δαμασκί Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


βαβίζω

βαβίζω mittelgriechisch βαβίζω Onomatopoetikum


κοντόσταβλος

κοντόσταβλος mittelgriechisch κοντόσταβλος ή κονοστάβλος


φρονηματίζω

φρονηματίζω mittelgriechisch φρονηματίζω altgriechisch φρονηματίζομαι φρόνημα φρονέω φρήν proto-indogermanisch *gʷʰren- (νους, ψυχή)


βούνευρο

βούνευρο mittelgriechisch βούνευρον altgriechisch βοῦς + νεῦρον


βαρυγκομώ

βαρυγκομώ mittelgriechisch βαρυγνωμώ βαρύγνωμος


αντεράστρια

αντεράστρια mittelgriechisch αντεράστρια altgriechisch ἀντεραστής ἐραστής ἐράω / ἐρῶ


λαλαγγίτα

λαλαγγίτα mittelgriechisch λαλαγγίτα[1] + τηγανίτα[2]


γαυριάζω

γαυριάζω mittelgriechisch γαυριάζω Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ


αποκάνω

αποκάνω mittelgriechisch αποκάνω altgriechisch ἀποκάμνω


ματοτσίνορο

ματοτσίνορο μάτι + -ο- + τσινούρι mittelgriechisch τσινάριν altgriechisch κύναρος (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· πβ. αγκινάρα)


τσικνίζω

τσικνίζω τσίκνα + -ίζω mittelgriechisch τσίκνα


κόριζα

κόριζα mittelgriechisch κόριζα Koine-Griechisch κόρις


ανορθώνω

ανορθώνω mittelgriechisch ανορθώνω altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ


αμπάρωμα

αμπάρωμα αμπαρώνω + -μα αμπάρα mittelgriechisch ἀμπάρα italienisch barra


αμυγδαλόλαδο

αμυγδαλόλαδο mittelgriechisch ἀμυγδαλόλαδον


καλοκαιρεύει

καλοκαιρεύει καλοκαιριεύω καλοκαίρι + -εύω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


ευσπλαγχνικός

ευσπλαγχνικός mittelgriechisch ευσπλαγχνικός Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον


βαθουλός

βαθουλός mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς + -ουλός


πέδικλο

πέδικλο mittelgriechisch πέδικλον lateinisch pedica pes indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


ελαφραίνω

ελαφραίνω mittelgriechisch ελαφραίνω Koine-Griechisch ἐλαφρύνω altgriechisch ἐλαφρός proto-indogermanisch *h₁léngʰus *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us


παπουτσώνω

παπουτσώνω mittelgriechisch παπουτσώνω παπούτσι + -ώνω


εξολοθρεμός

εξολοθρεμός mittelgriechisch εξολοθρεμός Koine-Griechisch ἐξολοθρεύω altgriechisch ἐξολεθρεύω ἐξ + ὀλεθρεύω ὄλεθρος


κατατρώω

κατατρώω κατατρώγω mittelgriechisch κατατρώγω κατα- + τρώγω


κακοδιοικώ

κακοδιοικώ mittelgriechisch κακοδιοικώ κακο- + διοικώ


ευπρεπίζω

ευπρεπίζω mittelgriechisch ευπρεπίζω Koine-Griechisch εὐπρεπίζομαι altgriechisch εὐπρεπής εὖ + πρέπω


καμπανιστός

καμπανιστός mittelgriechisch καμπανιστός καμπανίζω mittelgriechisch καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


παραστρατίζω

παραστρατίζω mittelgriechisch παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


ινδικτιώνα

ινδικτιώνα mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


γύροθεν

γύροθεν mittelgriechisch γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


αποθαμός

αποθαμός mittelgriechisch αποθαμός αποθαίνω


μοναχοθυγατέρα

μοναχοθυγατέρα mittelgriechisch μοναχός (μόνος) + θυγατέρα


σταχώνω

σταχώνω mittelgriechisch σταχώνω στάχυ


ανασκιρτώ

ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ


απομωραίνω

απομωραίνω mittelgriechisch απομωραίνω Koine-Griechisch ἀπομωραίνομαι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback