{η}  όρεξις Subst.  [oreksis]

{die}    Subst.
(0)
{das}    Subst.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu όρεξις.



Singular

Plural

Nominativdie Sehnsucht

die Sehnsüchte

Genitivder Sehnsucht

der Sehnsüchte

Dativder Sehnsucht

den Sehnsüchten

Akkusativdie Sehnsucht

die Sehnsüchte




Singular

Plural

Nominativ das Verlangen

die Verlangen

Genitiv des Verlangens

der Verlangen

Dativ dem Verlangen

den Verlangen

Akkusativ das Verlangen

die Verlangen




Griechische Definition zu όρεξις

όρεξις ‑ξη η· όριξις ‑ξη.

1)
α) Βούληση, θέληση· επιθυμία:
(Φαλιέρ., Ιστ. 600), (Καλλίμ. 842
β) κλίση, ροπή:
(Συναξ. γυν. 473
γ) ερωτική, σαρκική επιθυμία:
(Βεντράμ., Γυν. 187
εφυλάχθηκα … παρθένος και έφυγα τας ορέξεις της σαρκός μου (Διγ. Άνδρ. 39525
(προσωποπ.):
όρεξη, τείντα 'σαι λοιπόν πεθυμημένη …; (Κυπρ. ερωτ. 1025
δ) επιθυμία φαγητού, όρεξη:
(Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 2
φαγών τούτο ωφεληθήσεται … ώστε το χωνεύσαι και την όρεξιν διεγείραι (Ιερακοσ. 50130
ε) επιθυμία ύπνου, νύστα:
όρεξιν είχε πάμπολλην από την αγρυπνίαν. Έπεσεν, εκοιμήθηκεν (Πόλ. Τρωάδ. 594 κριτ. υπ.
στ) παράξενη επιθυμία, ιδιοτροπία:
Ω φύση, … αππόθθεν τίτοιες όρεξες σου μπαίννουν και καταλυείς τά φτιάννεις δίχα αιτίαν; (Κυπρ. ερωτ. 2610
ζ) προτίμηση:
(Δεφ., Λόγ. 445
σου τάσσω και μιαν αλλαξά ρούχα της όρεξής σου (Φορτουν. Ά 133).
2)
α) Διάθεση:
με καλήν όρεξιν ηθέλησεν (ενν. ο Αβραάμ) να κάμει τον ορισμόν του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 128r
β) προθυμία· ζήλος:
η θυγατέρα σας 'ς τούτα όρεξη δεν έχει και μηδέ θε να παντρευτεί (Ερωτόκρ. Δ́ 356· Ιστ. Βλαχ. 1628
γ) αφοσίωση· πίστη· εμπιστοσύνη:
Αβραάμ, μεγάλη η πίστη σου, μεγάλη η όρεξή σου (Θυσ. 945· 953
δ) χαρακτήρας:
Πολλοί πριν τους γνωρίσουσιν φαίνονται γλυκόλογοι … δείχνουν καλές ορέξες (Σπαν. (Ζώρ.) V 301
ε) σκληρότητα, απονιά:
περνάς στην όρεξη πάσα θεριό του δάσου (Ερωφ. Έ 437).
3) Συναίσθημα, «καρδιά»:
ο Θεός με βιάζει, να κάμει ο νους κι η όρεξη εκείνα τά λογιάζει (Θυσ. 240· Ερωτόκρ. Ά 1263).
4) Πρόθεση, σκοπός:
τόσον εσύντυχεν ο αμιράς, ότι έκοψεν τον σουλτάνον από την κακήν όρεξιν όπου είχεν εις τον μαντατοφόρον (Μαχ. 1849· Αχέλ. 1430).
5) Απόφαση:
Τούτα τα μάτια, οπού θωρείς και τρέχου σαν ποτάμι, …, δεν έχου τόση δύναμη σήμερο να σε ποίσου να με γνωρίσεις για παιδί, ν’ αλλάξει η όρεξή σου; (Θυσ. 802).
6) Ασυγκράτητη ορμή:
η όρεξις τους ενίκησεν, επήρεν τους το θάρρος και πάλιν επιλάλησαν (Αχιλλ. L 404).
7) Δύναμη· θάρρος:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 3893
πρεπό 'ναι πασαείς μ’ όλη την όρεξίν του να πολεμήσει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 79).
8) Συνεννόηση, συμφωνία:
ένι κρατημένος να ποίσει με τον αυθέντην του τοίχου καλήν όρεξιν διά να το αφήσει το βολίκιν του (Ασσίζ. 1105).
9) Διασκέδαση:
μέλλει διά να 'βγει η θυγατέρα 'δω κι εκεί για όρεξη να πάγει (Διγ. O 50).
10) Υγεία:
αγαπώ πολλά να ’χεις την όρεξή σου, γιατί έχω ακριβότατη φιλότριαν τη ζωή σου (Φαλιέρ., Ιστ. 47).
Εκφρ.
1) Εις όρεξιν κάπ. = σύμφωνα με την επιθυμία κάπ.:
(Διγ. Z 1529).
2) Σ’ όλην την όρεξίν (μου) = όσο θέλω:
(Θησ. B́ [961]).
Φρ.
1) Είμαι εις όρεξη να …, βλ. είμαι Γ́ Φρ. 8.
2) Είμαι στην όρεξη κάπ. = ανταποδίδω την αγάπη κάπ.:
(Φορτουν. Β́ 254).
3) Έρχεταί μου εις όρεξη να … = αποφασίζω να …:
(Θησ. (Foll.) I 2).
4) Έρχομαι εις όρεξιν = αποφασίζω:
(Χρον. Μορ. H 6607).
5) Έχω (σ’) όρεξιν (να) … = θέλω, επιθυμώ· έχω σκοπό να …:
(Αχέλ. 1518), (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 11139).
6) Ζητά κ. η όρεξή (μου) = επιθυμώ να φάω κ., λιγουρεύομαι:
(Κατά ζουράρη 73‑4).
7) Θέλει η όρεξή (μου) = επιθυμώ, θέλω:
(Ερωτόκρ. Ά 244).
8) Κάνει μου όρεξη να … = θέλω, επιθυμώ, έχω διάθεση να …:
(Ευγέν. 845).
9) Λέγει η όρεξή μου, βλ. λέγω Φρ. 3.
10) (Με) βαστά η όρεξή (μου), (με) παίρνει η όρεξη, με φέρνει η όρεξις = επιθυμώ, θέλω:
(Ερωτόκρ. Ά 531), (Διγ. Esc. 1481), (Χρον. Μορ. H 7638).
11) Πέφτω εις όρεξιν να … = συμφωνώ να …:
(Χρον. Μορ. H 516).
12) Το κάνει η όρεξή (μου) = θέλω, επιθυμώ:
(Αγν., Ποιήμ. Ά 49).
[αρχ. ουσ. όρεξις. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ξη) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback