χαμηλώνω Verb  [chamilono, xamhlwnw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu χαμηλώνω

χαμηλώνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu χαμηλώνω

χαμηλώνω [xamilóno] Ρ1α μππ. χαμηλωμένος : 1α.φέρνω ή τοποθετώ κτ. πιο κοντά στο έδαφος ή σε ένα επίπεδο που παίρνω ως βάση· κατεβάζω. ANT σηκώνω: Xαμήλωσε λίγο το ρολό για να μην μπαίνει ο ήλιος. Θα χαμηλώσω το ταβάνι με μια ψευδοροφή. || πλησιάζω προς το έδαφος: Tα σύννεφα άρχισαν να χαμηλώνουν. β. χαμηλώνω το κεφάλι / τα μάτια / το βλέμμα (από ντροπή, από σεβασμό κτλ.), τα στρέφω προς τα κάτω: Περπατούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι του, σκυμμένο. γ. μειώνω το ύψος που έχει κτ. ANT ψηλώνω: χαμηλώνω ένα τραπέζι / μια καρέκλα / ένα κρεβάτι. || μειώνεται το ύψος μου: H γη χαμηλώνει όσο πλησιάζει στη θάλασσα. Nα χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν οι κάμποι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback