τελειώνω altgriechisch τελειόω / τελειῶ τέλειος τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για να τελειώνω, κυρία Πρόεδρε, η κοινή λογική θα έπρεπε να είναι επίσης αυτή που θα σταματούσε τις διαμαρτυρίες και θα καθιέρωνε την καλή συμπεριφορά στο Κοινοβούλιο. | Schließlich wäre es auch ein Akt des gesunden Menschenverstands, das Gezeter zu beenden und aufzutreten, wie es einem Parlament gebührt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τελειώνω | τελειώνουμε, τελειώνομε |
τελειώνεις | τελειώνετε | ||
τελειώνει | τελειώνουν(ε) | ||
Imper fekt | τέλειωνα, τελείωνα | τελείωναμε, τελειώναμε | |
τέλειωνες, τελείωνες | τελείωνατε, τελειώνατε | ||
τέλειωνε, τελείωνε | τέλειωναν, τελείωναν(ε) | ||
Aorist | τέλειωσα, τελείωσα | τελείωσαμε, τελειώσαμε | |
τέλειωσες, τελείωσες | τελείωσατε, τελειώσατε | ||
τέλειωσε, τελείωσε | τελείωσαν, τελειώσαν(ε) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα τελειώνω | θα τελειώνουμε, | |
θα τελειώνεις | θα τελειώνετε | ||
θα τελειώνει | θα τελειώνουν(ε) | ||
Fut ur | θα τελειώσω | θα τελειώσουμε, | |
θα τελειώσεις | θα τελειώσετε | ||
θα τελειώσει | θα τελειώσουν | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τελειώνω | να τελειώνουμε, |
να τελειώνεις | να τελειώνετε | ||
να τελειώνει | να τελειώνουν(ε) | ||
Aorist | να τελειώσω | να τελειώσουμε, | |
να τελειώσεις | να τελειώσετε | ||
να τελειώσει | να τελειώσουν(ε) | ||
Perf | |||
να έχεις τελειώσει να έχεις τελειωμένο | να έχετε τελειώσει να έχετε τελειωμένο | ||
να έχει τελειώσει να έχει τελειωμένο | να έχουν τελειώσει να έχουν τελειωμένο | ||
Imper ativ | Pres | τελείωνε | τελειώνετε |
Aorist | τελείωσε | τελειώσετε, τελειώστε | |
Part izip | Pres | τελειώνοντας | |
Perf | έχοντας τελειώσει | ||
Infin | Aorist | τελειώσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beende | ||
du | beendest | |||
er, sie, es | beendet | |||
Präteritum | ich | beendete | ||
Konjunktiv II | ich | beendete | ||
Imperativ | Singular | beende! | ||
Plural | beendet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beendet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beenden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ende | ||
du | endest | |||
er, sie, es | endet | |||
Präteritum | ich | endete | ||
Konjunktiv II | ich | endete | ||
Imperativ | Singular | ende! | ||
Plural | endet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geendet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:enden |
τελειώνω [telóno & tedivóno] Ρ1α μππ. τελειωμένος : ANT αρχίζω στις σημ. 1, 2 1α1. ολοκληρώνω μια ενέργεια, φέρνω στο τέρμα μια διαδικασία: τελειώνω τη δουλειά μου. τελειώνω το βιβλίο / το διάβασμα του βιβλίου. Tο σπίτι δεν είναι ακόμη τελειωμένο. τελειώνω το σχολείο / τις σπουδές μου. Είναι τελειωμένος γιατρός, έχει τελειώσει τις σπουδές του. Tέλειωνε, μην αργείς! Nα τελειώνου με μ΄ αυτή την ιστορία, να δώσουμε επιτέλους μια λύση. (έκφρ.) τελειωμέ να πράγματα, για κτ. που έχει οριστικά συμφωνηθεί. α2. ολοκληρώνομαι, φθάνω στο τέλος ή συμπληρώνω μια περίοδο, έναν κύκλο: Tέλειωσε η δουλειά / το φαγητό. Tέλειωσε το πλυντήριο, το πλύσιμο. || λήγω: Tελειώ νει ο πόλεμος / η παράσταση / η σχολική χρονιά / ο μήνας / η προθεσμία. Πρέπει να τελειώσει επιτέλους αυτή η υπόθεση. || για οριστική απόφαση να μη συνεχιστεί κτ., στις εκφράσεις τελείωσε / τέρμα και τελείωσε, δεν πρόκειται να το ξανακάνω. τέλειωσαν τα ψέματα*. β. (για το τελικό στάδιο μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας) ολοκληρώνω, συμπληρώνω με κτ.: Tέλειωσε τη διάλεξη με την προβολή φωτεινών διαφανειών. || ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι με κτ.: H γιορτή τελείωσε με την απονομή βραβείων, έληξε. Tο βιβλίο τελειώνει με πίνακες ονομάτων και πραγμάτων. Ονόματα / ρήματα που το θέμα τους τελειώνει σε φωνήεν / σε σύμφωνο, που λήγει, έχει ως κατάληξη. γ. (για να απαλύνουμε την έννοια του θανά του) πεθαίνω: Tελείωσε σήμερα το πρωί. Δεν μπορώ άλλο, τελειώνω! (έκφρ.) με τέλειωσες, (φτάνει πια!), με ταλαιπώρησες πολύ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.