{ο}  προϋπολογισμός Subst.  [proipologismos, proipolojismos, proypologismos]

{der}    Subst.
(1034)
{das}    Subst.
(463)
{der}    Subst.
(9)

Etymologie zu προϋπολογισμός

προϋπολογισμός → siehe: προ- και υπολογισμός


GriechischDeutsch
Ο προϋπολογισμός του Ιδρύματος εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο.Der Haushaltsplan der Stiftung wird vom Vorstand festgestellt.

Übersetzung bestätigt

Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες των οιωνδήποτε πιστώσεων που διατίθενται από τις ίδιες τις χώρες εταίρους για τα προγράμματα τα οποία ενισχύει οικονομικά το Ίδρυμα.Der Haushaltsplan umfasst ebenfalls genaue Angaben zu allen Mitteln, die von den Partnerländern selbst für Projekte zur Verfügung gestellt werden, die von der Stiftung finanziell unterstützt werden.

Übersetzung bestätigt

Ο προϋπολογισμός και ο πίνακας προσωπικού εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.Der endgültige Haushaltsplan und der Stellenplan werden vom Verwaltungsrat festgestellt.

Übersetzung bestätigt

Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της συστατικής πράξης του εν λόγω κοινοτικού οργανισμού.Der Haushaltsplan wird nach Maßgabe des Gründungsakts der Gemeinschaftseinrichtung aufgestellt.

Übersetzung bestätigt

Ο προϋπολογισμός προβλέπει τη δομή που απαιτείται για την εγγραφή των κατηγοριών των εσόδων με ειδικό προορισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και 1α και, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, αναφέρει το ύψος τους.»Für die zweckgebundenen Einnahmen der Absätze 1 und 1a werden im Haushaltsplan entsprechende Linien mit — soweit möglich — den entsprechenden Beträgen eingerichtet.“

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu προϋπολογισμός

προϋπολογισμός ο [proipolojizmós] : α. ο υπολογισμός των εσόδων και των εξόδων που προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθούν σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από ένα κράτος, από ένα δημόσιο οργανισμό, από μια επιχείρηση ή και από μια οικογένεια ή από ένα άτομο: Ετήσιος / μηνιαίος προϋπολογισμός. Ο οικογενειακός μας προϋπολογισμός δεν αντέχει σε μεγάλα έξοδα. Ο προϋπολογισμός ενός έργου, των εξόδων που θα απαιτήσει η κατασκευή του. Έργο προϋ πολογισμού δαπάνης τεσσάρων δισεκατομμυρίων. β. επίσημος πίνακας που περιλαμβάνει τον προϋπολογισμό ενός έτους: Ο κρατικός προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός / ισοσκελισμένος. Kατάρτιση / κατάθεση του προϋπολογισμού από την κυβέρνηση. Ο προϋπολογισμός εγκρίθηκε / ψηφίστηκε από τη βουλή. προϋπολογισμός υπουργείου / δήμου.

[λόγ. προϋπολογισ- (προϋπολογίζω) -μός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback