Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο αρχικός προσδιορισμός αυτός είναι προσωρινός. | Diese erste Festlegung erfolgt vorläufig. Übersetzung bestätigt |
Στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 του προσωρινού κανονισμού ορίζεται ο προσωρινός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος. | In den Erwägungsgründen 21 und 22 der vorläufigen Verordnung wird die betroffene Ware vorläufig definiert. Übersetzung bestätigt |
Στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού καθορίζεται ο προσωρινός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος. | In den Erwägungsgründen 30 und 31 der vorläufigen Verordnung wird die betroffene Ware vorläufig definiert. Übersetzung bestätigt |
Στην αιτιολογική σκέψη 24 του προσωρινού κανονισμού δίνεται ο προσωρινός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος. | In Erwägungsgrund 24 der vorläufigen Verordnung wurde die betroffene Ware vorläufig definiert. Übersetzung bestätigt |
Ο πίνακας αυτός είναι προσωρινός στο βαθμό που τα υπάρχοντα στοιχεία αντιπροσωπεύουν τον τρέχοντα σχεδιασμό των κυβερνήσεων ο οποίος, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι υπό περαιτέρω επεξεργασία. | Die Übersicht ist insofern vorläufig, als sie nur den derzeitigen Stand der Planungen in den Mitgliedstaaten wiedergibt, an denen jedoch in den meisten Fällen noch weiter gearbeitet wird. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
προσωρινός -ή -ό [prosorinós] : 1α. για κτ. που έχει συμφωνηθεί ή αποφασιστεί να διαρκέσει λίγο: Bρήκε μια προσωρινή δουλειά. ANT μόνιμη. || ANT οριστικός: Προσωρινή ρύθμιση χρεών. Προσωρινή λύση ενός προβλήματος. Tιμωρήθηκε με προσωρινή απόλυση. (νομ.) Προσωρινή εκτέλεση, εκτέλεση απόφασης που δεν είναι τελεσίδικη. Προσωρινά μέτρα, ασφαλιστικά μέτρα. β. για κτ. που χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει άμεσες ανάγκες και έως ότου αντικατασταθεί από κτ. άλλο μόνιμο: Προσωρινοί οικισμοί προσφύγων. Προσωρινή περίφραξη. Προσωρινή διάβαση πεζών. || (ως ουσ.) το προσωρινό, η προσωρινότητα. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού (τίποτε δεν είναι μονιμότερο από το προσωρινό), υπερβολικά διατυπωμένη άποψη ότι πολλές φορές παρατείνεται, από αμέλεια ή σκόπιμα, μια προσωρινή κατάσταση. γ. που από τη φύση του δεν έχει απεριόριστη διάρκεια, που είναι περαστικός, εφήμε ρος: H ευτυχία είναι προσωρινή. Όλα σ΄ αυτόν τον κόσμο είναι προσωρι νά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.