{η}  παύση Subst.  [pafsi, paysh]

{die}    Subst.
(167)
{die}    Subst.
(51)

Etymologie zu παύση

παύση altgriechisch παῦσις


GriechischDeutsch
Επί του παρόντος θεωρείται ότι συστήματα με έλεγχο φωνής δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής, λόγω του χαρακτήρα και της δομής της οδηγίας μπορούν να προκύψουν σημαντικές παύσεις στη διάρκεια της φράσης.Sprachgesteuerte Systeme werden zurzeit nicht als von diesem Prinzip betroffen betrachtet, weil bei der Spracheingabe naturgemäß auch innerhalb eines Satzes erhebliche Pausen vorkommen können.

Übersetzung bestätigt

Συστήματα με έλεγχο φωνής επί του παρόντος δεν θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής επειδή λόγω του χαρακτήρα και της δομής της οδηγίας μπορούν να προκύψουν σημαντικές παύσεις στη διάρκεια της φράσης.Sprachgesteuerte Systeme werden zurzeit nicht als von diesem Prinzip betroffen betrachtet, weil bei der Spracheingabe naturgemäß auch innerhalb eines Satzes erhebliche Pausen vorkommen können.

Übersetzung bestätigt

Μπορεί να αρθρώσει πολύ μικρές, απομονωμένες, απομνημονευμένες λέξεις, με συχνές παύσεις και συμπληρώσεις που διασπούν το λόγο, για την αναζήτηση εκφράσεων και την άρθρωση λιγότερο οικείων λέξεων.Kann sehr kurze, vereinzelte, auswendig gelernte Äußerungen mit häufigen Pausen produzieren. Verwendet ablenkende Füllwörter bei der Suche nach Ausdrücken und der Artikulation weniger bekannter Wörter.

Übersetzung bestätigt

Εκφέρει τμήματα λόγου, αλλά η διατύπωση και οι παύσεις είναι συχνά ακατάλληλες.Produziert zusammenhängende Sprechäußerungen, Phrasierung und Pausen sind jedoch häufig unangemessen.

Übersetzung bestätigt

Το υγρό αφήνεται να κατακαθίσει επί 30 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων το χωνί υποβάλλεται σε επανειλημμένες διακοπτόμενες δονήσεις, δηλαδή δόνηση διαρκείας ενός λεπτού ακολουθείται από παύση ενός λεπτού.Der Scheidetrichter wird 30 Minuten lang zur Sedimentation stehen gelassen, wobei 1 Minute Vibration und 1 Minute Pause abwechseln.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu παύση

παύση η [páfsi] : 1. η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας: παύση εργασιών / πληρωμών. || (ειδικότ.) διακοπή του λόγου, σιωπή: Έκανε μια μικρή παύση και μετά συνέχισε να μιλάει. || (πληθ., παρωχ.) οι διακοπές μαθημάτων στα σχολεία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback