{der} Subst. (181) |
{die} Subst. (18) |
{der} Subst. (2) |
{der} Dünnpfiff (ugs.) Subst.(1) |
{die} Subst. (0) |
{der} Subst. (0) |
κόψιμο mittelgriechisch κόψιμο κόβω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το κόψιμο του πάνω μέρους δίνει στο ένδυμα το σχήμα του σώματος. | Der Schnitt im oberen Bereich der Ware verleiht ihr eine körpernahe Form. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της συνδυασμένης ονοματολογίας πρέπει να καταστεί σαφές ότι η κατάταξη που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 350/93 δεν βασίστηκε στην πρώτη παράγραφο της σημείωσης 8 και επομένως δεν προσδιορίστηκε από το γεγονός ότι το εν λόγω ένδυμα διαθέτει ένα κόψιμο που σαφώς καταδεικνύει ότι έχει σχεδιαστεί για γυναίκες. | Um eine einheitliche Anwendung der Kombinierten Nomenklatur zu gewährleisten, ist es erforderlich klarzustellen, dass die durch Verordnung (EWG) Nr. 350/93 erfolgte Einreihung nicht mit dem ersten Absatz der Anmerkung 8 zu Kapitel 62 begründet wurde und daher nicht auf der Begründung basierte, dass das gegenständliche Kleidungsstück einen Schnitt aufweise, der klar erkennen lasse, dass es für Frauen bestimmt sei. Übersetzung bestätigt |
Μέτρα πρέπει να ληφθούν έτσι ώστε να φανεί ότι εφαρμόστηκε η δεύτερη παράγραφος της σημείωσης 8 του κεφαλαίου 62 και ότι το εν λόγω ένδυμα κατετάγη στον κωδικό ΣΟ 62046390 επειδή το κόψιμο του ενδύματος δεν παρέχει επαρκείς ενδείξεις ως προς το εάν αυτό προοριζόταν για άνδρες ή γυναίκες και, επομένως, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε ως ένδυμα που προορίζεται για άντρες ή αγόρια ούτε ως ένδυμα για γυναίκες ή κορίτσια. | Es sollte daher in der Begründung erwähnt werden, dass der zweite Absatz der Anmerkung 8 zu Kapitel 62 angewandt wurde und das fragliche Kleidungsstück deshalb in die KN-Unterposition 62046390 eingereiht wurde, weil der Schnitt des Kleidungsstücks nicht klar erkennen lässt, ob es für Männer oder für Frauen bestimmt ist und daher nicht als Männeroder Knabenkleidung oder als Frauenoder Mädchenkleidung erkennbar ist. Übersetzung bestätigt |
Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που το κόψιμο του ενδύματος δείχνει σαφώς ότι αυτό έχει σχεδιασθεί για το ένα ή το άλλο γένος. | Diese Bestimmungen werden nicht angewendet, wenn der Schnitt eines Kleidungsstücks klar erkennen lässt, dass es für das eine oder für das andere Geschlecht bestimmt ist. Übersetzung bestätigt |
Όλες οι επιφάνειες πρέπει, στον βαθμό που αυτό συμβαδίζει με τις λειτουργίες του καθίσματος προσαρμοζόμενου σε καρέκλα, να είναι αρκετά λείες, ώστε να αποτρέπονται εκδορές, κοψίματα, αμυχές, τριβές, εγκαύματα ή άλλοι τραυματισμοί που θα μπορούσαν να προκληθούν σε περίπτωση ατυχήματος, όταν χρησιμοποιείται το κάθισμα προσαρμοζόμενο σε καρέκλα ή λόγω της συμπεριφοράς του παιδιού. | Alle Oberflächen müssen, soweit dies mit den Funktionen der Sitzerhöhung für Stühle vereinbar ist, so glatt sein, dass es beim Gebrauch der Sitzerhöhung für Stühle oder durch das Verhalten eines Kindes nicht zu Schürf-, Schnitt-, Kratzund Brandwunden oder anderen Verletzungen kommt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schnittwunde | die Schnittwunden |
Genitiv | der Schnittwunde | der Schnittwunden |
Dativ | der Schnittwunde | den Schnittwunden |
Akkusativ | die Schnittwunde | die Schnittwunden |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Haarschnitt | die Haarschnitte |
Genitiv | des Haarschnittes des Haarschnitts | der Haarschnitte |
Dativ | dem Haarschnitt dem Haarschnitte | den Haarschnitten |
Akkusativ | den Haarschnitt | die Haarschnitte |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Zuschnitt | die Zuschnitte |
Genitiv | des Zuschnittes des Zuschnitts | der Zuschnitte |
Dativ | dem Zuschnitt dem Zuschnitte | den Zuschnitten |
Akkusativ | den Zuschnitt | die Zuschnitte |
κόψιμο το [kópsimo] : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω. α. Tο κόψιμο των δέντρων έγινε με ηλεκτρικό πριόνι. || Tο κόψιμο της τούρτας / της πίτας, εορταστική, επίσημη διαδικασία. β. πληγή από αιχμηρό όργανο: Έχει ένα βαθύ κόψιμο στο χέρι. γ. διακοπή, σταμάτημα μιας συνήθειας, συνήθ. κακής: Mε το κόψιμο του τσιγάρου άρχισε να παχαίνει. δ. το ξεχώρισμα των συστατικών ως αποτέλεσμα αλλοίωσης: Για να αποφύγετε το κόψιμο της μαγιονέζας 2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο κτ., ή το σχήμα το οποίο έχει πάρει κτ. ύστερα από κόψιμο: Δε μ΄ αρέσει το κόψιμο των μαλλιών σου. Φόρεμα με ωραίο κόψιμο. 3. (αθλ.) στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ένας παίχτης ανακόπτει την επίθεση του αντιπάλου του. 4. (οικ.) α. κοιλόπονος που συνοδεύεται συνήθ. από διάρροια: Έχω / μ΄ έπιασε κόψιμο. β. (μτφ., ειρ.) για επείγουσα ανάγκη: Δεν έχω και κανένα κόψιμο για να τρέχω έτσι!
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.