{der} Verkehr (geh.) Subst.(4694) |
{der} Subst. (228) |
{die} Subst. (97) |
{der} Subst. (57) |
{der} Subst. (8) |
{der} Subst. (2) |
κυκλοφορία altgriechisch κυκλοφορία κύκλος + φέρω ((Lehnübersetzung) französisch circulation)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«δεδομένα γενικού πλαισίου διοδίων» οι πληροφορίες που ορίζονται από τον αρμόδιο φορέα χρέωσης διοδίων ως αναγκαίες για τον καθορισμό του πληρωτέου τέλους διοδίων για την κυκλοφορία ενός οχήματος σε μια συγκεκριμένη περιοχή διοδίων και την ολοκλήρωση της συναλλαγής διοδίων· ιγ) | „Maut-Basisdaten“ die vom zuständigen Mauterheber vorgegebenen Informationen, die für die Berechnung der Maut für den Verkehr eines Fahrzeugs in einem bestimmten Mautgebiet und für die Durchführung der Mauttransaktion erforderlich sind; m) Übersetzung bestätigt |
«δήλωση διοδίων» μια δήλωση σε έναν φορέα χρέωσης διοδίων που επιβεβαιώνει την κυκλοφορία ενός οχήματος σε μια περιοχή διοδίων σε μορφή που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών διοδίων και του φορέα χρέωσης διοδίων· ιδ) | „Mautbuchungsnachweis“ eine Meldung an den Mauterheber, in der der Verkehr eines Fahrzeugs in einem Mautgebiet entsprechend dem zwischen dem Mautdiensteanbieter und dem Mauterheber vereinbarten Format bestätigt wird; n) Übersetzung bestätigt |
«διόδια» επιβάρυνση, φόρος ή τέλος που εισπράττεται σε σχέση με την κυκλοφορία ενός οχήματος σε περιοχή διοδίων· ια) | „Maut“ eine Gebühr, Steuer oder Abgabe, die im Zusammenhang mit dem Verkehr eines Fahrzeugs in einem Mautgebiet erhoben wird; k) Übersetzung bestätigt |
«φορέας χρέωσης διοδίων» ένας δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός που επιβάλλει τέλη διοδίων για την κυκλοφορία οχημάτων σε μια περιοχή ΕΥΤ· ιβ) | „Mauterheber“ eine öffentliche oder private Stelle, die für den Verkehr von Fahrzeugen in einem EETS-Gebiet Maut erhebt; l) Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη συμμόρφωση της εταιρείας με την υποχρέωση που θα αναλάβει, όταν υποβληθεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή η αίτηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, η απαλλαγή από τον δασμό αντιντάμπινγκ θα εξαρτάται i) από την υποβολή τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης το οποίο θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 925/2009· ii) από το γεγονός ότι τα εισαγόμενα προϊόντα κατασκευάζονται από την εν λόγω εταιρεία, και φορτώνονται και τιμολογούνται απευθείας από την εν λόγω εταιρεία στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα· και iii) από το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που δηλώνονται και προσκομίζονται στα τελωνεία αντιστοιχούν ακριβώς στην περιγραφή του τιμολογίου της ανάληψης υποχρέωσης. | Um eine wirksame Überwachung der Einhaltung der Verpflichtung des Unternehmens durch die Kommission zu gewährleisten, ist die Befreiung vom Antidumpingzoll bei der Anmeldung zur Überführung in den zollrechtlich freien Verkehr davon abhängig, dass i) den betreffenden Zollbehörden eine Verpflichtungsrechnung vorgelegt wird, die mindestens die in Anhang II der Verordnung (EG) Nr. 925/2009 aufgeführten Angaben enthält, ii) die eingeführten Waren von dem genannten Unternehmen hergestellt, versandt und dem ersten unabhängigen Abnehmer in der Gemeinschaft direkt in Rechnung gestellt werden und iii) die bei den Zollbehörden angemeldeten und gestellten Waren der Beschreibung auf der Verpflichtungsrechnung genau entsprechen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Kreislauf | die Kreisläufe |
Genitiv | des Kreislaufs des Kreislaufes | der Kreisläufe |
Dativ | dem Kreislauf dem Kreislaufe | den Kreisläufen |
Akkusativ | den Kreislauf | die Kreisläufe |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Zirkulation | die Zirkulationen |
Genitiv | der Zirkulation | der Zirkulationen |
Dativ | der Zirkulation | den Zirkulationen |
Akkusativ | die Zirkulation | die Zirkulationen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Berufsverkehr | — |
Genitiv | des Berufsverkehres des Berufsverkehrs | — |
Dativ | dem Berufsverkehr dem Berufsverkehre | — |
Akkusativ | den Berufsverkehr | — |
κυκλοφορία η [kikloforía] : 1. το σύνολο των φαινομένων που αφορούν τη μετακίνηση οχημάτων ή και πεζών, μέσο των οδικών κυρίως δικτύων: Kώδικας οδικής κυκλοφορίας. Yπάρχει μεγάλη κυκλοφορία στο δρόμο Aθηνών-Kορίνθου. Θα ληφθούν μέτρα για να βελτιωθεί η ροή της κυκλοφορίας. Στις ώρες αιχμής η κυκλοφορία στους δρόμους είναι δύσκολη. Διακόπηκε η κυκλοφορία. Aπαγόρευση κυκλοφορίας. Ρύθμιση / έλεγχος της κυκλοφορίας. Δρόμος ταχείας* κυκλοφορίας. Aριθμός κυκλοφορίας, ο αριθμός στις πινακίδες των οχημάτων. Εναέρια κυκλοφορία. || (επέκτ.) για τη μετακίνηση υγρών ή αερίων: H κυκλοφορία του νερού μέσα στους σωλήνες. H κυκλοφορία των ρευμάτων της ατμόσφαιρας. || H κυκλοφορία του αίματος, η συνεχής ροή του αίματος από την καρδιά, μέσο των αιμοφόρων αγγείων, προς όλα τα μέρη του σώματος και η επάνοδος σ΄ αυτήν. Mεγάλη / μικρή κυκλοφορία (του αίματος). [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.