κατάληψη καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Συμμετείχε σε βία στο Chegutu, μεταξύ άλλων στην κατάληψη του Stockade Citrus Estate το 2008, διατάσσοντας απευθείας τους πρωτεργάτες της καταστολής. | An Gewalttaten in Chegutu beteiligt, darunter die Besetzung der Zitrusplantage „Stockade Citrus Estate“ im Jahr 2008; gab unmittelbar Anweisungen an die Anführer der Repression. Übersetzung bestätigt |
Συμμετείχε στην κατάληψη και την κατοχή των κτιρίων της περιφερειακής διοίκησης. | Beteiligt an der Einnahme und Besetzung der Regionalverwaltung. Übersetzung bestätigt |
Δημιουργία και κατάληψη νέων θέσεων σε ομάδες χωρίς αποκλεισμούς | Dauer der Besetzung neu geschaffener Stellen in Eingliederungsteams in Monaten Übersetzung bestätigt |
Η ίδια η χρονική σύμπτωση μεταξύ των αποφάσεων σχετικά με την ένταξη του κυπριακού κράτους και των αποφάσεων που αφορούν την τελωνειακή ένωση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας δεν είναι πράγματι τυχαία, αλλά προκύπτει από τη σχετική προσπάθεια να αρθούν οι έντονες εντάσεις που η κατάληψη του βόρειου τμήματος της νήσου από τις τουρκικές δυνάμεις έχει δημιουργήσει στην περιοχή, εντάσεις που συνεχίζουν ακόμη να αποτελούν μία λανθάνουσα απειλή στην ασφάλειά της, χωρίς να έχουν πετύχει οι σχετικές προσπάθειες ειρήνευσης που καταβάλλονται από τα Ηνωμένα ΄Εθνη. | Die zeitliche Übereinstimmung zwischen den Beschlüssen zum Beitritt Zyperns und der Schaffung einer Zollunion zwischen der EU und der Türkei war keineswegs Zufall, sondern ergibt sich aus dem deutlichen Willen, die Konflikte und Spannungen zu entschärfen, die durch die Besetzung Nordzyperns durch die türkischen Streitkräfte in der Region geschaffen wurden und weiterhin eine latente Bedrohung für die Sicherheit dieser Region darstellen; auch die Friedensbemühungen der Vereinten Nationen sind bisher erfolglos geblieben. Übersetzung bestätigt |
Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ριζοσπαστικές ομάδες επωφελήθηκαν για να προβούν σε ένοπλες καταλήψεις ή για να εγκαθιδρύσουν εγκληματικά καθεστώτα. | Radikale Gruppen haben ihrerseits die Lage für kriegerische Besetzungen oder die Errichtung krimineller Regime genutzt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Kapern |
Einkünfte (einer Firma) |
Besetzung |
Einnahme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Besetzung | die Besetzungen |
Genitiv | der Besetzung | der Besetzungen |
Dativ | der Besetzung | den Besetzungen |
Akkusativ | die Besetzung | die Besetzungen |
κατάληψη η [katádivpsi] : 1α. η ενέργεια με την οποία κάποιος, με τη χρήση των όπλων, γίνεται κύριος ξένου εδάφους ή ξένης ιδιοκτησίας: Ο Xίτλερ πέτυχε την κατάληψη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. κατάληψη πλοίου από πειρατές. H κατάληψη των συνοριακών οχυρών. β. αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ: Έγινε κατάληψη του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες. Οι φοιτητές αποφάσισαν κατάληψη της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έληξαν οι μαθητικές καταλήψεις. || (περιπαιχτικά) για κπ. που δεν αρκείται σε ορισμένο χώρο που του παραχωρήθηκε: Ε, σιγά, θα κάνεις κατάληψη και στο δωμάτιό μου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.