εφέ französisch effet παλαιά γαλλικά effet lateinisch effectus, Passiv Perfekt von efficio facio indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (τίθημι)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Konsequenz |
Effekt |
Folge |
Folgeerscheinung |
Nachwirkung |
εφέ το [efé] Ο (άκλ.) : στοιχείο εντυπωσιασμού που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει την προσοχή του θεατή ή του ακροατή: H παράσταση / η ταινία έχει πολλά φωτιστικά, οπτικά και ηχητικά εφέ. Tα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο σε μια ταινία που κινείται στο χώρο του φανταστικού. Σκηνοθέτης που καταφεύγει σε εύκολα εφέ. (έκφρ.) κάνω εφέ, με τις ενέργειες, με τη συμπεριφορά μου ή με την εξωτερική εμφάνισή μου προκαλώ εντύπωση και θαυμασμό που συνήθ. δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Έκανε μεγάλο εφέ με τη βελούδινη τουαλέτα της. Tου αρέσει να κάνει εφέ με κάτι βαθυστόχαστες κοινωνικές αναλύσεις.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.