διερεύνηση Koine-Griechisch διερεύνησις altgriechisch διερευνάω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προώθηση πρωτοβουλιών για την αύξηση των ετών υγιούς ζωής και προώθηση της ενεργητικής γήρανσης· υποστήριξη μέτρων για την προώθηση και τη διερεύνηση του αντικτύπου της υγείας στην παραγωγικότητα και τη συμμετοχή στην εργασία ως συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Λισσαβόνας υποστήριξη μέτρων για τη μελέτη των επιπτώσεων άλλων πολιτικών επί της υγείας. | Förderung von Initiativen zur Steigerung der Zahl gesunder Lebensjahre und zur Förderung des Alterns bei guter Gesundheit; Unterstützung von Maßnahmen zur Förderung und Erforschung der Gesundheit und ihrer Auswirkungen auf Produktivität und Erwerbsbeteiligung als Beitrag zu den Zielen von Lissabon; Unterstützung von Maßnahmen zur Untersuchung der Auswirkungen anderer Politiken auf die Gesundheit. Übersetzung bestätigt |
Το Νοέμβριο του 2005 εγκαινιάστηκε ένα πιλοτικό πρόγραμμα για τη διερεύνηση των διαθέσιμων τεχνολογικών επιλογών όσον αφορά τις διαδικτυακές εκπομπές και τις διαδικτυακές συσκέψεις καθώς και την κατάρτιση με χρήση υπολογιστή, με επιλεγμένα υπογράφοντα κράτη της CTBT σε όλες τις περιοχές. | Im November 2005 wurde ein Pilotprojekt mit ausgewählten CTBT-Unterzeichnerstaaten aus allen Regionen zur Erforschung der für Web-Casting und Web-Conferencing sowie für computerunterstütztes Lernen verfügbaren technologischen Optionen eingeleitet. Übersetzung bestätigt |
συμβολή στη διερεύνηση νέων προσεγγίσεων του διαπολιτισμικού διαλόγου με τη συνεργασία μεταξύ ευρέος φάσματος ενδιαφερομένων παραγόντων από διάφορους τομείς. | Beitrag zur Erforschung neuer Ansätze für den interkulturellen Dialog unter Zusammenarbeit einer großen Bandbreite von Akteuren unterschiedlicher Bereiche. Übersetzung bestätigt |
Ταφή σε γεωλογικούς σχηματισμούς: Ε&ΤΑ με αντικείμενο τη διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων υψηλής ραδιενέργειας ή/και μεγάλης διάρκειας ζωής μέσα σε γεωλογικούς σχηματισμούς (συμπεριλαμβάνονται τεχνικές μελέτες και επίδειξη μελετών), in situ χαρακτηρισμός πετρωμάτων υποδοχής (σε υπόγεια ερευνητικά εργαστήρια γενικότερου χαρακτήρα ή προσαρμοσμένα στη φύση των πετρωμάτων), κατανόηση του περιβάλλοντος εναπόθεσης, μελέτες των συναφών διεργασιών σε εγγύς πεδίο (μορφή αποβλήτων και μηχανικά φράγματα) και σε άπω πεδίο (βραχώδες υπόστρωμα και οδοί διαφυγής προς τη βιόσφαιρα), ανάπτυξη αξιόπιστων μεθόδων για την αξιολόγηση επιδόσεων και ασφάλειας, τέλος δε διερεύνηση ζητημάτων διακυβέρνησης και κοινωνικών πτυχών συναφών με την αποδοχή από τον γενικό πληθυσμό. | Lagerung in geologischen Formationen: Forschungsund Entwicklungsmaßnahmen zur Endlagerung hochaktiver und/oder langlebiger radioaktiver Abfälle in geologischen Formationen, u. a. technische Studien und Demonstration von Endlagerkonzepten, In-situ-Charakterisierung des aufnehmenden Gesteins (sowohl in allgemeinen als auch in standortspezifischen unterirdischen Laboratorien), Erforschung der Umgebung der Endlager, Studien zu den relevanten Prozessen des Nahfelds (Abfallform und technische Barrieren) und des Fernfelds (Felsuntergrund und Übertragungswege in die Biosphäre), Entwicklung zuverlässiger Methoden zur Leistungsund Sicherheitsbewertung sowie Untersuchung von gesellschaftlichen Fragen und Fragen staatlichen Handelns im Zusammenhang mit der Akzeptanz in der Öffentlichkeit. Übersetzung bestätigt |
Στήριξη των ερευνών σχετικά με την κινητικότητα των ασθενών, με έμφαση στην παροχή κινήτρων στους ασθενείς ώστε να μεταβαίνουν στο εξωτερικό για θεραπεία, και διερεύνηση της ανάγκης των ιδρυμάτων να «αγοράζουν» θεραπεία στο εξωτερικό για τους ασθενείς τους [24]· | Unterstützung von Erhebungen über die Patientenmobilität, vor allem die Gründe der Patienten, ins Ausland zu gehen, und Erforschung, warum Gesundheitseinrichtungen Gesundheitsleistungen für ihre Patienten im Ausland kaufen [24]; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Auswertung |
Analyse |
Studie |
Begutachtung |
Erforschung |
Betrachtung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Erforschung | die Erforschungen |
Genitiv | der Erforschung | der Erforschungen |
Dativ | der Erforschung | den Erforschungen |
Akkusativ | die Erforschung | die Erforschungen |
διερεύνηση η [δierévnisi] : η ενέργεια του διερευνώ, η λεπτομερής εξέταση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης: H διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ναυάγιο. Δικαστική διερεύνηση μιας υπόθεσης. Θα γίνει διερεύνηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν στις ξένες αγορές. H διερεύνηση του ψυχικού βίου. || διερεύνηση εξισώσεως, θεωρητική εξέταση των όρων της εξισώσεως και των δυνατών λύσεων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.