διαλύω Verb  [dialio, thialio, dialyw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαλύω

διαλύω altgriechisch διαλύω διά + λύω


GriechischDeutsch
Λoιπόv... διαλύω τις εvώσεις της τετραπλής έλικας... κι αvτιστρέφω τη συvoχή.Ok. Die Viererhelix-Bindung auflösen und die Kohäsion umkehren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαλύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαλύωδιαλύουμε, διαλύομεδιαλύομαιδιαλυόμαστε
διαλύειςδιαλύετεδιαλύεσαιδιαλύεστε, διαλυόσαστε
διαλύειδιαλύουν(ε)διαλύεταιδιαλύονται
Imper
fekt
διέλυαδιαλύαμεδιαλυόμουν(α)διαλυόμαστε
διέλυεςδιαλύατεδιαλυόσουν(α)διαλυόσαστε
διέλυεδιέλυαν, διαλύαν(ε)διαλυόταν(ε)διαλύονταν
Aoristδιέλυσα, διάλυσαδιαλύσαμεδιαλύθηκαδιαλυθήκαμε
διέλυσες, διάλυσεςδιαλύσατεδιαλύθηκεςδιαλυθήκατε
διέλυσε, διάλυσεδιέλυσαν, διαλύσαν(ε)διαλύθηκεδιαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαλύσει
έχω διαλυμένο
έχουμε διαλύσει
έχουμε διαλυμένο
έχω διαλυθεί
είμαι διαλυμένος, -η
έχουμε διαλυθεί
είμαστε διαλυμένοι, -ες
έχεις διαλύσει
έχεις διαλυμένο
έχετε διαλύσει
έχετε διαλυμένο
έχεις διαλυθεί
είσαι διαλυμένος, -η
έχετε διαλυθεί
είστε διαλυμένοι, -ες
έχει διαλύσει
έχει διαλυμένο
έχουν διαλύσει
έχουν διαλυμένο
έχει διαλυθεί
είναι διαλυμένος, -η, -ο
έχουν διαλυθεί
είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαλύσει
είχα διαλυμένο
είχαμε διαλύσει
είχαμε διαλυμένο
είχα διαλυθεί
ήμουν διαλυμένος, -η
είχαμε διαλυθεί
ήμαστε διαλυμένοι, -ες
είχες διαλύσει
είχες διαλυμένο
είχατε διαλύσει
είχατε διαλυμένο
είχες διαλυθεί
ήσουν διαλυμένος, -η
είχατε διαλυθεί
ήσαστε διαλυμένοι, -ες
είχε διαλύσει
είχε διαλυμένο
είχαν διαλύσει
είχαν διαλυμένο
είχε διαλυθεί
ήταν διαλυμένος, -η, -ο
είχαν διαλυθεί
ήταν διαλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαλύωθα διαλύουμε, θα διαλύομεθα διαλύομαιθα διαλυόμαστε
θα διαλύειςθα διαλύετεθα διαλύεσαιθα διαλύεστε θα διαλυόσαστε
θα διαλύειθα διαλύουν(ε)θα διαλύεταιθα διαλύονται
Fut
ur
θα διαλύσωθα διαλύσουμε, θα διαλύσομεθα διαλυθώθα διαλυθούμε
θα διαλύσειςθα διαλύσετεθα διαλυθείςθα διαλυθείτε
θα διαλύσειθα διαλύσουν(ε)θα διαλυθείθα διαλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαλύσει
θα έχω διαλυμένο
θα έχουμε διαλύσει
θα έχουμε διαλυμένο
θα έχω διαλυθεί
θα είμαι διαλυμένος, -η
θα έχουμε διαλυθεί
θα είμαστε διαλυμένοι, -ες
θα έχεις διαλύσει
θα έχεις διαλυμένο
θα έχετε διαλύσει
θα έχετε διαλυμένο
θα έχεις διαλυθεί
θα είσαι διαλυμένος, -η
θα έχετε διαλυθεί
θα είστε διαλυμένοι, -ες
θα έχει διαλύσει
θα έχει διαλυμένο
θα έχουν διαλύσει
θα έχουν διαλυμένο
θα έχει διαλυθεί
θα είναι διαλυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλυθεί
θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαλύωνα διαλύουμε, να διαλύομενα διαλύομαινα διαλυόμαστε
να διαλύειςνα διαλύετενα διαλύεσαινα διαλύεστε, να διαλυόσαστε
να διαλύεινα διαλύουν(ε)να διαλύεταινα διαλύονται
Aoristνα διαλύσωνα διαλύσουμε, να διαλύσομενα διαλυθώνα διαλυθούμε
να διαλύσειςνα διαλύσετενα διαλυθείςνα διαλυθείτε
να διαλύσεινα διαλύσουν(ε)να διαλυθείνα διαλυθούν(ε)
Perfνα έχω διαλύσει
να έχω διαλυμένο
να έχουμε διαλύσει
να έχουμε διαλυμένο
να έχω διαλυθεί
να είμαι διαλυμένος, -η
να έχουμε διαλυθεί
να είμαστε διαλυμένοι, -ες
να έχεις διαλύσει
να έχεις διαλυμένο
να έχετε διαλύσει
να έχετε διαλυμένο
να έχεις διαλυθεί
να είσαι διαλυμένος, -η
να έχετε διαλυθεί
να είστε διαλυμένοι, -ες
να έχει διαλύσει
να έχει διαλυμένο
να έχουν διαλύσει
να έχουν διαλυμένο
να έχει διαλυθεί
να είναι διαλυμένος, -η, -ο
να έχουν διαλυθεί
να είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάλυεδιαλύετεδιαλύεστε
Aoristδιάλυσεδιαλύστε, διαλύσετεδιαλύσουδιαλυθείτε
Part
izip
Presδιαλύοντας
Perfέχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένοδιαλυμένος, -η, -οδιαλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαλύσειδιαλυθεί















Griechische Definition zu διαλύω

διαλύω [δialío] -ομαι αόρ. διέλυσα, απαρέμφ. διαλύσει : 1. (για υλικό αντικείμενο) α. χωρίζω κτ. στα τμήματα, από τα οποία αυτό αποτελείται: Tο βιβλίο ήταν άδετο και διαλύθηκε. || αποσυναρμολογώ: διαλύω μια μηχανή / μια συσκευή. β. καταστρέφω, αχρηστεύω κτ.: Tα διέλυσες τα παπούτσια με το ποδόσφαιρο. Tο αυτοκίνητο έπεσε στον γκρεμό και διαλύθηκε. H καρέκλα είναι τελείως διαλυμένη. γ. εξαφανίζω κτ.: Ο ήλιος διέλυσε τα σύννεφα. Aπορρυπαντικό που διαλύει και τους πιο δύσκολους λεκέδες. δ. ανακατεύω ένα σώμα με ένα άλλο, έτσι ώστε να αποτελέσουν διάλυμα: Διαλύουμε τη σοκολάτα σε γάλα / το αλεύρι σε χλιαρό νερό. Άλατα διαλυμένα στο νερό. Tα ψάρια αναπνέουν οξυγόνο διαλυμένο στο νερό. ε. (για αφηρ. έννοια) διακόπτω την ύπαρξη, τη λειτουργία ή την ισχύ: διαλύω τις υποψίες / τις ανησυχίες / τις αμφιβολίες κάποιου. Διαλύεται κάθε έννοια ηθικής και δικαιοσύνης. διαλύω μια φιλική σχέση. (έκφρ.) τα διαλύω, διακόπτω συζυγική, ερωτική, φιλική κτλ. σχέση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback