διαλύω altgriechisch διαλύω διά + λύω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Λoιπόv... διαλύω τις εvώσεις της τετραπλής έλικας... κι αvτιστρέφω τη συvoχή. | Ok. Die Viererhelix-Bindung auflösen und die Kohäsion umkehren. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαλύω | διαλύουμε, διαλύομε | διαλύομαι | διαλυόμαστε |
διαλύεις | διαλύετε | διαλύεσαι | διαλύεστε, διαλυόσαστε | ||
διαλύει | διαλύουν(ε) | διαλύεται | διαλύονται | ||
Imper fekt | διέλυα | διαλύαμε | διαλυόμουν(α) | διαλυόμαστε | |
διέλυες | διαλύατε | διαλυόσουν(α) | διαλυόσαστε | ||
διέλυε | διέλυαν, διαλύαν(ε) | διαλυόταν(ε) | διαλύονταν | ||
Aorist | διέλυσα, διάλυσα | διαλύσαμε | διαλύθηκα | διαλυθήκαμε | |
διέλυσες, διάλυσες | διαλύσατε | διαλύθηκες | διαλυθήκατε | ||
διέλυσε, διάλυσε | διέλυσαν, διαλύσαν(ε) | διαλύθηκε | διαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαλύσει έχω διαλυμένο | έχουμε διαλύσει έχουμε διαλυμένο | έχω διαλυθεί είμαι διαλυμένος, -η | έχουμε διαλυθεί είμαστε διαλυμένοι, -ες | |
έχεις διαλύσει έχεις διαλυμένο | έχετε διαλύσει έχετε διαλυμένο | έχεις διαλυθεί είσαι διαλυμένος, -η | έχετε διαλυθεί είστε διαλυμένοι, -ες | ||
έχει διαλύσει έχει διαλυμένο | έχουν διαλύσει έχουν διαλυμένο | έχει διαλυθεί είναι διαλυμένος, -η, -ο | έχουν διαλυθεί είναι διαλυμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διαλύσει είχα διαλυμένο | είχαμε διαλύσει είχαμε διαλυμένο | είχα διαλυθεί ήμουν διαλυμένος, -η | είχαμε διαλυθεί ήμαστε διαλυμένοι, -ες | |
είχες διαλύσει είχες διαλυμένο | είχατε διαλύσει είχατε διαλυμένο | είχες διαλυθεί ήσουν διαλυμένος, -η | είχατε διαλυθεί ήσαστε διαλυμένοι, -ες | ||
είχε διαλύσει είχε διαλυμένο | είχαν διαλύσει είχαν διαλυμένο | είχε διαλυθεί ήταν διαλυμένος, -η, -ο | είχαν διαλυθεί ήταν διαλυμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαλύω | θα διαλύουμε, θα διαλύομε | θα διαλύομαι | θα διαλυόμαστε | |
θα διαλύεις | θα διαλύετε | θα διαλύεσαι | θα διαλύεστε θα διαλυόσαστε | ||
θα διαλύει | θα διαλύουν(ε) | θα διαλύεται | θα διαλύονται | ||
Fut ur | θα διαλύσω | θα διαλύσουμε, θα διαλύσομε | θα διαλυθώ | θα διαλυθούμε | |
θα διαλύσεις | θα διαλύσετε | θα διαλυθείς | θα διαλυθείτε | ||
θα διαλύσει | θα διαλύσουν(ε) | θα διαλυθεί | θα διαλυθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διαλύσει θα έχω διαλυμένο | θα έχουμε διαλύσει θα έχουμε διαλυμένο | θα έχω διαλυθεί θα είμαι διαλυμένος, -η | θα έχουμε διαλυθεί θα είμαστε διαλυμένοι, -ες | |
θα έχεις διαλύσει θα έχεις διαλυμένο | θα έχετε διαλύσει θα έχετε διαλυμένο | θα έχεις διαλυθεί θα είσαι διαλυμένος, -η | θα έχετε διαλυθεί θα είστε διαλυμένοι, -ες | ||
θα έχει διαλύσει θα έχει διαλυμένο | θα έχουν διαλύσει θα έχουν διαλυμένο | θα έχει διαλυθεί θα είναι διαλυμένος, -η, -ο | θα έχουν διαλυθεί θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαλύω | να διαλύουμε, να διαλύομε | να διαλύομαι | να διαλυόμαστε |
να διαλύεις | να διαλύετε | να διαλύεσαι | να διαλύεστε, να διαλυόσαστε | ||
να διαλύει | να διαλύουν(ε) | να διαλύεται | να διαλύονται | ||
Aorist | να διαλύσω | να διαλύσουμε, να διαλύσομε | να διαλυθώ | να διαλυθούμε | |
να διαλύσεις | να διαλύσετε | να διαλυθείς | να διαλυθείτε | ||
να διαλύσει | να διαλύσουν(ε) | να διαλυθεί | να διαλυθούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαλύσει να έχω διαλυμένο | να έχουμε διαλύσει να έχουμε διαλυμένο | να έχω διαλυθεί να είμαι διαλυμένος, -η | να έχουμε διαλυθεί να είμαστε διαλυμένοι, -ες | |
να έχεις διαλύσει να έχεις διαλυμένο | να έχετε διαλύσει να έχετε διαλυμένο | να έχεις διαλυθεί να είσαι διαλυμένος, -η | να έχετε διαλυθεί να είστε διαλυμένοι, -ες | ||
να έχει διαλύσει να έχει διαλυμένο | να έχουν διαλύσει να έχουν διαλυμένο | να έχει διαλυθεί να είναι διαλυμένος, -η, -ο | να έχουν διαλυθεί να είναι διαλυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | διάλυε | διαλύετε | διαλύεστε | |
Aorist | διάλυσε | διαλύστε, διαλύσετε | διαλύσου | διαλυθείτε | |
Part izip | Pres | διαλύοντας | |||
Perf | έχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένο | διαλυμένος, -η, -ο | διαλυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαλύσει | διαλυθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | löse auf | ||
du | löst auf | |||
er, sie, es | löst auf | |||
Präteritum | ich | löste auf | ||
Konjunktiv II | ich | löste auf | ||
Imperativ | Singular | löse auf! | ||
Plural | löst auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgelöst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:auflösen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | demontiere | ||
du | demontierst | |||
er, sie, es | demontiert | |||
Präteritum | ich | demontierte | ||
Konjunktiv II | ich | demontierte | ||
Imperativ | Singular | demontiere! demontier! | ||
Plural | demontiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
demontiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:demontieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entflechte | ||
du | entflichtst entflechtest | |||
er, sie, es | entflicht entflechtet | |||
Präteritum | ich | entflocht entflechtete | ||
Konjunktiv II | ich | entflöchte | ||
Imperativ | Singular | entflicht! entflechte! | ||
Plural | entflechtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entflochten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entflechten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zerpflücke | ||
du | zerpflückst | |||
er, sie, es | zerpflückt | |||
Präteritum | ich | zerpflückte | ||
Konjunktiv II | ich | zerpflückte | ||
Imperativ | Singular | zerpflücke! zerpflück! | ||
Plural | zerpflückt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zerpflückt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zerpflücken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zerstreue | ||
du | zerstreust | |||
er, sie, es | zerstreut | |||
Präteritum | ich | zerstreute | ||
Konjunktiv II | ich | zerstreute | ||
Imperativ | Singular | zerstreue! | ||
Plural | zerstreut! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zerstreut | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zerstreuen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | baue ab | ||
du | baust ab | |||
er, sie, es | baut ab | |||
Präteritum | ich | baute ab | ||
Konjunktiv II | ich | baute ab | ||
Imperativ | Singular | baue ab! | ||
Plural | bauet ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgebaut | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abbauen |
διαλύω [δialío] -ομαι αόρ. διέλυσα, απαρέμφ. διαλύσει : 1. (για υλικό αντικείμενο) α. χωρίζω κτ. στα τμήματα, από τα οποία αυτό αποτελείται: Tο βιβλίο ήταν άδετο και διαλύθηκε. || αποσυναρμολογώ: διαλύω μια μηχανή / μια συσκευή. β. καταστρέφω, αχρηστεύω κτ.: Tα διέλυσες τα παπούτσια με το ποδόσφαιρο. Tο αυτοκίνητο έπεσε στον γκρεμό και διαλύθηκε. H καρέκλα είναι τελείως διαλυμένη. γ. εξαφανίζω κτ.: Ο ήλιος διέλυσε τα σύννεφα. Aπορρυπαντικό που διαλύει και τους πιο δύσκολους λεκέδες. δ. ανακατεύω ένα σώμα με ένα άλλο, έτσι ώστε να αποτελέσουν διάλυμα: Διαλύουμε τη σοκολάτα σε γάλα / το αλεύρι σε χλιαρό νερό. Άλατα διαλυμένα στο νερό. Tα ψάρια αναπνέουν οξυγόνο διαλυμένο στο νερό. ε. (για αφηρ. έννοια) διακόπτω την ύπαρξη, τη λειτουργία ή την ισχύ: διαλύω τις υποψίες / τις ανησυχίες / τις αμφιβολίες κάποιου. Διαλύεται κάθε έννοια ηθικής και δικαιοσύνης. διαλύω μια φιλική σχέση. (έκφρ.) τα διαλύω, διακόπτω συζυγική, ερωτική, φιλική κτλ. σχέση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.