ausräumen
 

διαλύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mein lieber Herr, trotz der gegenteiligen Theorien von Mr. Holmes wurden in diesem Sumpf Dinge gesehen und gehört, die sich nicht einfach durch Logik ausräumen lassen.Καλέ μου κύριε, αντιθέτως με τις θεωρίες του κυρίου Holmes έχουν δει και ακούσει πολλά σε αυτούς τους βάλτους τα οποία δεν μπορούν να εξηγηθούν με την λογική.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte ein Missverständnis ausräumen und Ihnen ehrlich und offen etwas sagen.Γι αυτό και θέλω να ξεκαθαρίσω... Και να δώσω εξηγήσεις. Ελεύθερα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir sollten 100 Boote entsenden, das Maspero-Lager ausräumen und aus New Orleans abhauen, bevor Jackson kommt.Λέω, να στείλουμε 100 λέμβους, να αδειάσουν την αποθήκη του Μασπέρο. ...να καθαρίσει η Νέα Ορλεάνη, πριν ο Τζάκσον φτάσει εκεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich nehme an, dass Sie diese Garnison ausräumen werden?Υποθέτω πως θ' αδειάσεις όλη τη φρουρά.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir in die Bank kommen, können wir sie ausräumen.Αν μπούμε μέσα στην τράπεζα, θα την αδειάσουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαλύωδιαλύουμε, διαλύομεδιαλύομαιδιαλυόμαστε
διαλύειςδιαλύετεδιαλύεσαιδιαλύεστε, διαλυόσαστε
διαλύειδιαλύουν(ε)διαλύεταιδιαλύονται
Imper
fekt
διέλυαδιαλύαμεδιαλυόμουν(α)διαλυόμαστε
διέλυεςδιαλύατεδιαλυόσουν(α)διαλυόσαστε
διέλυεδιέλυαν, διαλύαν(ε)διαλυόταν(ε)διαλύονταν
Aoristδιέλυσα, διάλυσαδιαλύσαμεδιαλύθηκαδιαλυθήκαμε
διέλυσες, διάλυσεςδιαλύσατεδιαλύθηκεςδιαλυθήκατε
διέλυσε, διάλυσεδιέλυσαν, διαλύσαν(ε)διαλύθηκεδιαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαλύσει
έχω διαλυμένο
έχουμε διαλύσει
έχουμε διαλυμένο
έχω διαλυθεί
είμαι διαλυμένος, -η
έχουμε διαλυθεί
είμαστε διαλυμένοι, -ες
έχεις διαλύσει
έχεις διαλυμένο
έχετε διαλύσει
έχετε διαλυμένο
έχεις διαλυθεί
είσαι διαλυμένος, -η
έχετε διαλυθεί
είστε διαλυμένοι, -ες
έχει διαλύσει
έχει διαλυμένο
έχουν διαλύσει
έχουν διαλυμένο
έχει διαλυθεί
είναι διαλυμένος, -η, -ο
έχουν διαλυθεί
είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαλύσει
είχα διαλυμένο
είχαμε διαλύσει
είχαμε διαλυμένο
είχα διαλυθεί
ήμουν διαλυμένος, -η
είχαμε διαλυθεί
ήμαστε διαλυμένοι, -ες
είχες διαλύσει
είχες διαλυμένο
είχατε διαλύσει
είχατε διαλυμένο
είχες διαλυθεί
ήσουν διαλυμένος, -η
είχατε διαλυθεί
ήσαστε διαλυμένοι, -ες
είχε διαλύσει
είχε διαλυμένο
είχαν διαλύσει
είχαν διαλυμένο
είχε διαλυθεί
ήταν διαλυμένος, -η, -ο
είχαν διαλυθεί
ήταν διαλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαλύωθα διαλύουμε, θα διαλύομεθα διαλύομαιθα διαλυόμαστε
θα διαλύειςθα διαλύετεθα διαλύεσαιθα διαλύεστε θα διαλυόσαστε
θα διαλύειθα διαλύουν(ε)θα διαλύεταιθα διαλύονται
Fut
ur
θα διαλύσωθα διαλύσουμε, θα διαλύσομεθα διαλυθώθα διαλυθούμε
θα διαλύσειςθα διαλύσετεθα διαλυθείςθα διαλυθείτε
θα διαλύσειθα διαλύσουν(ε)θα διαλυθείθα διαλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαλύσει
θα έχω διαλυμένο
θα έχουμε διαλύσει
θα έχουμε διαλυμένο
θα έχω διαλυθεί
θα είμαι διαλυμένος, -η
θα έχουμε διαλυθεί
θα είμαστε διαλυμένοι, -ες
θα έχεις διαλύσει
θα έχεις διαλυμένο
θα έχετε διαλύσει
θα έχετε διαλυμένο
θα έχεις διαλυθεί
θα είσαι διαλυμένος, -η
θα έχετε διαλυθεί
θα είστε διαλυμένοι, -ες
θα έχει διαλύσει
θα έχει διαλυμένο
θα έχουν διαλύσει
θα έχουν διαλυμένο
θα έχει διαλυθεί
θα είναι διαλυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλυθεί
θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαλύωνα διαλύουμε, να διαλύομενα διαλύομαινα διαλυόμαστε
να διαλύειςνα διαλύετενα διαλύεσαινα διαλύεστε, να διαλυόσαστε
να διαλύεινα διαλύουν(ε)να διαλύεταινα διαλύονται
Aoristνα διαλύσωνα διαλύσουμε, να διαλύσομενα διαλυθώνα διαλυθούμε
να διαλύσειςνα διαλύσετενα διαλυθείςνα διαλυθείτε
να διαλύσεινα διαλύσουν(ε)να διαλυθείνα διαλυθούν(ε)
Perfνα έχω διαλύσει
να έχω διαλυμένο
να έχουμε διαλύσει
να έχουμε διαλυμένο
να έχω διαλυθεί
να είμαι διαλυμένος, -η
να έχουμε διαλυθεί
να είμαστε διαλυμένοι, -ες
να έχεις διαλύσει
να έχεις διαλυμένο
να έχετε διαλύσει
να έχετε διαλυμένο
να έχεις διαλυθεί
να είσαι διαλυμένος, -η
να έχετε διαλυθεί
να είστε διαλυμένοι, -ες
να έχει διαλύσει
να έχει διαλυμένο
να έχουν διαλύσει
να έχουν διαλυμένο
να έχει διαλυθεί
να είναι διαλυμένος, -η, -ο
να έχουν διαλυθεί
να είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάλυεδιαλύετεδιαλύεστε
Aoristδιάλυσεδιαλύστε, διαλύσετεδιαλύσουδιαλυθείτε
Part
izip
Presδιαλύοντας
Perfέχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένοδιαλυμένος, -η, -οδιαλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαλύσειδιαλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback