entflechten
 Verb

διαλύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das bedeutet was? Das bedeutet, dass ich diese Fusion nicht entflechten werde.Που σημαίνει πως δεν πρόκειται να λύσω τη συγχώνευση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde diese Fusion nicht entflechten.Ήρθε ουρανοκατέβατο, ανατρέποντας τα πάντα, μόλις σου έκανα τη χάρη;

Übersetzung nicht bestätigt

Dies kann mithilfe genetischer Indizes erreicht werden, mit denen versucht wird, die Auswirkungen von Genen, Umwelt und Bewirtschaftungsfaktoren zu entflechten, um Tiere auszuwählen, die von hohem genetischem Wert und unter den regionalen Verhältnissen und im Rahmen „typischer“ Arbeitsgänge leistungsfähig sind.Η ΒΠΠΔ συνίσταται στην επιλογή των φυλών ή τύπων ζώων που είναι κατάλληλα ανάλογα με τον τύπο της εκμετάλλευσης και προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες.

Übersetzung bestätigt

14 Die Besteuerung von Kraftstoffen für gewerbliche Zwecke und für private Zwecke ist zu entflechten.(15) Τα καθεστώτα φορολόγησης καυσίμων για επαγγελματική χρήση και των καυσίμων για ιδιωτική χρήση πρέπει να αποσυνδεθούν.

Übersetzung bestätigt

3.3.2 Luftfahrtunternehmen und Flughäfen haben innovative Geschäftskonzepte entwickelt, um neue Einnahmequellen zu erschließen, die operative Effizienz zu verbessern sowie ihre Dienste zu entflechten und neu zu bündeln, um die Kommodifizierung ihrer Produkte zu begrenzen und maßgeschneiderte Dienste anzubieten.3.3.2 Οι αεροπορικές εταιρείες και οι αερολιμένες έχουν αναπτύξει καινοτόμες επιχειρηματικές προσεγγίσεις με μέλημα την απόκτηση πρόσβασης σε νέες πηγές εσόδων, τη μεγιστοποίηση της λειτουργικής αποδοτικότητάς τους, καθώς και για τον διαχωρισμό και την επανένωση των υπηρεσιών τους προκειμένου να περιορίσουν την εμπορευματοποίηση του προϊόντος τους και να προσφέρουν εξατομικευμένες υπηρεσίες.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαλύωδιαλύουμε, διαλύομεδιαλύομαιδιαλυόμαστε
διαλύειςδιαλύετεδιαλύεσαιδιαλύεστε, διαλυόσαστε
διαλύειδιαλύουν(ε)διαλύεταιδιαλύονται
Imper
fekt
διέλυαδιαλύαμεδιαλυόμουν(α)διαλυόμαστε
διέλυεςδιαλύατεδιαλυόσουν(α)διαλυόσαστε
διέλυεδιέλυαν, διαλύαν(ε)διαλυόταν(ε)διαλύονταν
Aoristδιέλυσα, διάλυσαδιαλύσαμεδιαλύθηκαδιαλυθήκαμε
διέλυσες, διάλυσεςδιαλύσατεδιαλύθηκεςδιαλυθήκατε
διέλυσε, διάλυσεδιέλυσαν, διαλύσαν(ε)διαλύθηκεδιαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαλύσει
έχω διαλυμένο
έχουμε διαλύσει
έχουμε διαλυμένο
έχω διαλυθεί
είμαι διαλυμένος, -η
έχουμε διαλυθεί
είμαστε διαλυμένοι, -ες
έχεις διαλύσει
έχεις διαλυμένο
έχετε διαλύσει
έχετε διαλυμένο
έχεις διαλυθεί
είσαι διαλυμένος, -η
έχετε διαλυθεί
είστε διαλυμένοι, -ες
έχει διαλύσει
έχει διαλυμένο
έχουν διαλύσει
έχουν διαλυμένο
έχει διαλυθεί
είναι διαλυμένος, -η, -ο
έχουν διαλυθεί
είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαλύσει
είχα διαλυμένο
είχαμε διαλύσει
είχαμε διαλυμένο
είχα διαλυθεί
ήμουν διαλυμένος, -η
είχαμε διαλυθεί
ήμαστε διαλυμένοι, -ες
είχες διαλύσει
είχες διαλυμένο
είχατε διαλύσει
είχατε διαλυμένο
είχες διαλυθεί
ήσουν διαλυμένος, -η
είχατε διαλυθεί
ήσαστε διαλυμένοι, -ες
είχε διαλύσει
είχε διαλυμένο
είχαν διαλύσει
είχαν διαλυμένο
είχε διαλυθεί
ήταν διαλυμένος, -η, -ο
είχαν διαλυθεί
ήταν διαλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαλύωθα διαλύουμε, θα διαλύομεθα διαλύομαιθα διαλυόμαστε
θα διαλύειςθα διαλύετεθα διαλύεσαιθα διαλύεστε θα διαλυόσαστε
θα διαλύειθα διαλύουν(ε)θα διαλύεταιθα διαλύονται
Fut
ur
θα διαλύσωθα διαλύσουμε, θα διαλύσομεθα διαλυθώθα διαλυθούμε
θα διαλύσειςθα διαλύσετεθα διαλυθείςθα διαλυθείτε
θα διαλύσειθα διαλύσουν(ε)θα διαλυθείθα διαλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαλύσει
θα έχω διαλυμένο
θα έχουμε διαλύσει
θα έχουμε διαλυμένο
θα έχω διαλυθεί
θα είμαι διαλυμένος, -η
θα έχουμε διαλυθεί
θα είμαστε διαλυμένοι, -ες
θα έχεις διαλύσει
θα έχεις διαλυμένο
θα έχετε διαλύσει
θα έχετε διαλυμένο
θα έχεις διαλυθεί
θα είσαι διαλυμένος, -η
θα έχετε διαλυθεί
θα είστε διαλυμένοι, -ες
θα έχει διαλύσει
θα έχει διαλυμένο
θα έχουν διαλύσει
θα έχουν διαλυμένο
θα έχει διαλυθεί
θα είναι διαλυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλυθεί
θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαλύωνα διαλύουμε, να διαλύομενα διαλύομαινα διαλυόμαστε
να διαλύειςνα διαλύετενα διαλύεσαινα διαλύεστε, να διαλυόσαστε
να διαλύεινα διαλύουν(ε)να διαλύεταινα διαλύονται
Aoristνα διαλύσωνα διαλύσουμε, να διαλύσομενα διαλυθώνα διαλυθούμε
να διαλύσειςνα διαλύσετενα διαλυθείςνα διαλυθείτε
να διαλύσεινα διαλύσουν(ε)να διαλυθείνα διαλυθούν(ε)
Perfνα έχω διαλύσει
να έχω διαλυμένο
να έχουμε διαλύσει
να έχουμε διαλυμένο
να έχω διαλυθεί
να είμαι διαλυμένος, -η
να έχουμε διαλυθεί
να είμαστε διαλυμένοι, -ες
να έχεις διαλύσει
να έχεις διαλυμένο
να έχετε διαλύσει
να έχετε διαλυμένο
να έχεις διαλυθεί
να είσαι διαλυμένος, -η
να έχετε διαλυθεί
να είστε διαλυμένοι, -ες
να έχει διαλύσει
να έχει διαλυμένο
να έχουν διαλύσει
να έχουν διαλυμένο
να έχει διαλυθεί
να είναι διαλυμένος, -η, -ο
να έχουν διαλυθεί
να είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάλυεδιαλύετεδιαλύεστε
Aoristδιάλυσεδιαλύστε, διαλύσετεδιαλύσουδιαλυθείτε
Part
izip
Presδιαλύοντας
Perfέχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένοδιαλυμένος, -η, -οδιαλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαλύσειδιαλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback