{το}  δημοψήφισμα Subst.  [dimopsifisma, thimopsifisma, dhmopshfisma]

{das}    Subst.
(1084)
{die}    Subst.
(192)
{der}    Subst.
(56)
{die}    Subst.
(34)

Etymologie zu δημοψήφισμα

δημοψήφισμα δήμος + -ο- + ψήφισμα ((Lehnübersetzung) französisch plébiscite)


GriechischDeutsch
Τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν δυνάμει της κοινής θέσης 2006/318/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να επεκταθούν για περαιτέρω περίοδο δώδεκα μηνών, λόγω του ότι δεν βελτιώθηκε η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βιρμανία/Μιανμάρ ούτε σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος προς μια ολοκληρωμένη διαδικασία εκδημοκρατισμού, παρά την αναγγελία από την κυβέρνηση της Βιρμανίας/Μιανμάρ ότι τον Μάιο του 2008 πρόκειται να διεξαχθεί δημοψήφισμα για νέο σύνταγμα και ότι το 2010 θα διεξαχθούν πολυκομματικές εκλογές.Die mit dem Gemeinsamen Standpunkt 2006/318/GASP erlassenen restriktiven Maßnahmen sollten um weitere 12 Monate verlängert werden, da sich die Menschenrechtslage in Birma/Myanmar nicht gebessert hat und trotz der Ankündigung der Regierung des Landes, im Mai 2008 ein Referendum über eine neue Verfassung und im Jahr 2010 Mehrparteienwahlen abhalten zu wollen, keine substanziellen Fortschritte in Richtung auf einen alle Seiten einschließenden Demokratisierungsprozess erkennbar sind.

Übersetzung bestätigt

Στις 3 Ιουνίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 60 του Συνταγματικού Χάρτη της Ένωσης Κρατών Σερβίας και Μαυροβουνίου και μετά το δημοψήφισμα του Μαυροβουνίου της 21ης Μαΐου 2006,το Κοινοβούλιο του Μαυροβουνίου υπερψήφισε διακήρυξη ανεξαρτησίας της χώρας, η οποία διακήρυσσε ότι το Μαυροβούνιο είναι ανεξάρτητο κράτος με πλήρη νομική προσωπικότητα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.Am 3. Juni 2006 verabschiedete das Parlament Montenegros auf der Grundlage von Artikel 60 der Verfassungscharta des Staatenbunds Serbien und Montenegro und im Anschluss an das montenegrinische Referendum vom 21. Mai 2006 eine Unabhängigkeitserklärung, in der Montenegro zu einem unabhängigen Staat mit voller Rechtspersönlichkeit nach internationalem Recht erklärt wurde.

Übersetzung bestätigt

Το Μαυροβούνιο κήρυξε την ανεξαρτησία του στις 3 Ιουνίου 2006 μετά το δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 21 Μαΐου.Nach einem Referendum am 21. Mai 2006 erklärte Montenegro am 3. Juni 2006 seine Unabhängigkeit.

Übersetzung bestätigt

Το Μαυροβούνιο κήρυξε την ανεξαρτησία του στις 3 Ιουνίου 2006 ύστερα από δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία που διεξήχθη στις 21 Μαΐου 2006.Nach einem Referendum am 21. Mai 2006 rief Montenegro am 3. Juni 2006 seine Unabhängigkeit aus.

Übersetzung bestätigt

Τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος των προσώπων που ευθύνονται άμεσα για τη νοθεία στις εκλογές και το δημοψήφισμα της 17ης Οκτωβρίου 2004 στη Λευκορωσία και εις βάρος των υπευθύνων για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά την καταστολή ειρηνικών διαδηλωτών αμέσως μετά τις εκλογές και το δημοψήφισμα, θα πρέπει να αναθεωρηθούν υπό το πρίσμα των μεταρρυθμίσεων που θα επέλθουν στον Εκλογικό Κώδικα ώστε να ευθυγραμμισθεί προς τις δεσμεύσεις έναντι του ΟΑΣΕ και άλλους διεθνείς κανόνες για τις δημοκρατικές εκλογές που έχουν υποδείξει ο ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ, και υπό το πρίσμα συγκεκριμένων ενεργειών των αρχών υπέρ του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων όσον αφορά τις ειρηνικές διαδηλώσεις.Die restriktiven Maßnahmen gegen Personen, die für die Fälschungen bei den Wahlen und beim Referendum vom 17. Oktober 2004 in Belarus direkt verantwortlich sind, und gegen jene, die für schwere Menschenrechtsverletzungen beim Vorgehen gegen friedliche Demonstranten im Anschluss an die Wahlen und das Referendum in Belarus die Verantwortung tragen, sollten im Lichte der Reformen, mit denen das Wahlgesetz den Verpflichtungen im Rahmen der OSZE und anderen von der OSZE/dem BDIMR empfohlenen internationalen Standards für demokratische Wahlen angeglichen werden soll, sowie vor dem Hintergrund konkreter Maßnahmen der Regierung, im Zusammenhang mit friedlichen Demonstrationen die Menschenrechte zu achten, überprüft werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
ρεφερέντουμ
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu δημοψήφισμα

δημοψήφισμα το [δimopsífizma] : θεσμός ο οποίος αποτελεί άμεσο τρόπο συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας και που συνίστα ται σε γενική ψηφοφορία για την έγκριση ή την απόρριψη κάποιου σημα ντικού μέτρου που προτείνει η εκτελεστική εξουσία: H βασιλεία καταργήθηκε με δημοψήφισμα. Tοπικό δημοψήφισμα.

[λόγ. δημο- + ψήφισμα μτφρδ. γαλλ. plebiscite]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback