γκρινιάζω Verb  [gkriniazo, gkriniazw]

  Verb
(5)
  Verb
(3)
raunzen (ugs.)
  Verb
(0)
mosern (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
motzen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
maulen (ugs.)
  Verb
(0)
granteln (ugs.)
  Verb
(0)
quengeln (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu γκρινιάζω

γκρινιάζω γκρίνια


GriechischDeutsch
Πρέπει να γκρινιάζω, να φωνάζω, να μην είμαι τόσο ωραία το πρωί.Du musst schimpfen und nörgeln und am Morgen weniger hübsch sein.

Übersetzung nicht bestätigt

Από τώρα, θα πάψω να γκρινιάζω και θα διασκεδάζω περισσότερο.Ab jetzt höre ich auf zu nörgeln und werde mehr Spaß haben.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε θέλω να σου γκρινιάζω για το μέλλον σου, για τη δουλειά σου.Und ich,ich will nicht über deinen Job oder deine Zukunft nörgeln.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν είμαι ευχαριστημένη με την τωρινή κατάσταση. Κι αντί να κάθομαι να γκρινιάζω, προτιμώ να κάνω κάτι γι' αυτό.Weil ich unzufrieden bin mit der aktuellen Lage, und anstatt sich zurücklehnen und zu nörgeln, bevorzuge ich etwas dagegen zu unternehmen.

Übersetzung nicht bestätigt

Ναι, φυσικά. Κι εγώ θα πάψω να σου γκρινιάζω.Natürlich wirst du das und ich werde aufhören zu nörgeln.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γκρινιάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γκρινιάζωγκρινιάζουμε, γκρινιάζομε
γκρινιάζειςγκρινιάζετε
γκρινιάζειγκρινιάζουν(ε)
Imper
fekt
γκρίνιαζαγκρινιάζαμε
γκρίνιαζεςγκρινιάζατε
γκρίνιαζεγκρίνιαζαν, γκρινιάζαν(ε)
Aoristγκρίνιαξαγκρινιάξαμε
γκρίνιαξεςγκρινιάξατε
γκρίνιαξεγκρίνιαξαν, γκρινιάξαν(ε)
Per
fekt
έχω γκρινιάξειέχουμε γκρινιάξει
έχεις γκρινιάξειέχετε γκρινιάξει
έχει γκρινιάξειέχουν γκρινιάξει>
Plu
per
fekt
είχα γκρινιάξειείχαμε γκρινιάξει
είχες γκρινιάξειείχατε γκρινιάξει
είχε γκρινιάξειείχαν γκρινιάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γκρινιάζωθα γκρινιάζουμε, θα γκρινιάζομε
θα γκρινιάζειςθα γκρινιάζετε
θα γκρινιάζειθα γκρινιάζουν(ε)
Fut
ur
θα γκρινιάξωθα γκρινιάξουμε, θα γκρινιάξομε
θα γκρινιάξειςθα γκρινιάξετε
θα γκρινιάξειθα γκρινιάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γκρινιάξειθα έχουμε γκρινιάξει
θα έχεις γκρινιάξειθα έχετε γκρινιάξει
θα έχει γκρινιάξειθα έχουν γκρινιάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γκρινιάζωνα γκρινιάζουμε, να γκρινιάζομε
να γκρινιάζειςνα γκρινιάζετε
να γκρινιάζεινα γκρινιάζουν(ε)
Aoristνα γκρινιάξωνα γκρινιάξουμε, να γκρινιάξομε
να γκρινιάξειςνα γκρινιάξετε
να γκρινιάξεινα γκρινιάξουν(ε)
Perfνα έχω γκρινιάξεινα έχουμε γκρινιάξει
να έχεις γκρινιάξεινα έχετε γκρινιάξει
να έχει γκρινιάξεινα έχουν γκρινιάξει
Imper
ativ
Presγκρίνιαζεγκρινιάζετε
Aoristγκρίνιαξεγκρινιάξτε, γκρινιάχτε
Part
izip
Presγκρινιάζοντας
Perfέχοντας γκρινιάξει
InfinAoristγκρινιάξει























Griechische Definition zu γκρινιάζω

γκρινιάζω [grinázo] .2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.

[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback