quengeln
 (ugs.)  Verb

γκρινιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nicht quengeln, Wolfgang oder Wolfram... Wie heißt du überhaupt?Έλα, γέρο Βόλφρανγκ, ή όπως διάβολο σε λένε!

Übersetzung nicht bestätigt

Da wir nun dem Ziel namens "Wer wir gerne sein möchten" entgegenrasen, muss ich einfach quengeln: "Sind wir endlich da?"Στο δρόμο για τον προορισμό που λέγεται , άθελά μου θα παραπονεθώ:

Übersetzung nicht bestätigt

Die Studie war nicht etwa als Hilfe für die Eltern gedacht. Sie sollte Firmen zeigen, wie man Kinder dazu bringt, noch effektivier um Produkte zu quengeln.Δεν είχαμε σκοπό να βοηθήσουμε τους γονείς... μα τις εταιρίες να κατευθύνουν την παιδική γκρίνια, ώστε να προωθούνται τα προιόντα σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Übersetzung nicht bestätigt

Nicht quengeln.Μη γκρινιάζεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Randy, was willst du, das ich tue? Wenn du vielleicht mal aufhören würdest, wegen dem bescheuerten Jahrmarkt zu quengeln und etwas mehr helfen würdest, vielleicht wäre ich dann schon fertig.Αν σταματούσες τη γκρίνια για το χαζοπανηγύρι και βοηθούσες, θα είχαμε τελειώσει.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γκρινιάζωγκρινιάζουμε, γκρινιάζομε
γκρινιάζειςγκρινιάζετε
γκρινιάζειγκρινιάζουν(ε)
Imper
fekt
γκρίνιαζαγκρινιάζαμε
γκρίνιαζεςγκρινιάζατε
γκρίνιαζεγκρίνιαζαν, γκρινιάζαν(ε)
Aoristγκρίνιαξαγκρινιάξαμε
γκρίνιαξεςγκρινιάξατε
γκρίνιαξεγκρίνιαξαν, γκρινιάξαν(ε)
Per
fekt
έχω γκρινιάξειέχουμε γκρινιάξει
έχεις γκρινιάξειέχετε γκρινιάξει
έχει γκρινιάξειέχουν γκρινιάξει>
Plu
per
fekt
είχα γκρινιάξειείχαμε γκρινιάξει
είχες γκρινιάξειείχατε γκρινιάξει
είχε γκρινιάξειείχαν γκρινιάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γκρινιάζωθα γκρινιάζουμε, θα γκρινιάζομε
θα γκρινιάζειςθα γκρινιάζετε
θα γκρινιάζειθα γκρινιάζουν(ε)
Fut
ur
θα γκρινιάξωθα γκρινιάξουμε, θα γκρινιάξομε
θα γκρινιάξειςθα γκρινιάξετε
θα γκρινιάξειθα γκρινιάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γκρινιάξειθα έχουμε γκρινιάξει
θα έχεις γκρινιάξειθα έχετε γκρινιάξει
θα έχει γκρινιάξειθα έχουν γκρινιάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γκρινιάζωνα γκρινιάζουμε, να γκρινιάζομε
να γκρινιάζειςνα γκρινιάζετε
να γκρινιάζεινα γκρινιάζουν(ε)
Aoristνα γκρινιάξωνα γκρινιάξουμε, να γκρινιάξομε
να γκρινιάξειςνα γκρινιάξετε
να γκρινιάξεινα γκρινιάξουν(ε)
Perfνα έχω γκρινιάξεινα έχουμε γκρινιάξει
να έχεις γκρινιάξεινα έχετε γκρινιάξει
να έχει γκρινιάξεινα έχουν γκρινιάξει
Imper
ativ
Presγκρίνιαζεγκρινιάζετε
Aoristγκρίνιαξεγκρινιάξτε, γκρινιάχτε
Part
izip
Presγκρινιάζοντας
Perfέχοντας γκρινιάξει
InfinAoristγκρινιάξει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback