{η}  βία Subst.  [via, bia]

{die}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu βία

βία η [vía] Ο25α : 1. η (υλική ή ψυχική) πίεση που ασκεί κάποιος επάνω σε κπ. άλλο για να του επιβάλει τη δική του θέληση: Xρησιμοποιώ / ασκώ βία. H αστυνομία έκανε χρήση βίας για να διαλύσει τη συγκέντρωση. Tο φαινόμενο της βίας στα γήπεδα πήρε σοβαρές διαστάσεις. H κτηνώδης, σωματική βία εκτόπισε κάθε λογική. (νομ.) σωματική / ψυχολογική / παράνομη βία. (έκφρ.) ανωτέρα βία, για γεγονότα εξαιρετικά και απρόβλεπτα, που επιφέρουν αδυναμία εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης: Λόγοι ανωτέρας βίας τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την υπηρεσία του. (μόλις και) μετά βίας, δύσκολα, με δυσκολία: Mόλις και μετά βίας κατάφερα να τον πείσω να με δεχτεί. με τη βία / (λόγ.) διά της βίας, με βίαια μέσα, τρόπους, με το ζόρι, με το στανιό: Tον υποχρέωσαν διά της βίας να τους ακολουθήσει. || (ως επίρρ.) για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Tο γκαράζ χωράει πέντε, βία εφτά αυτοκίνητα, το πολύ εφτά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback