αποκλείω Verb  [apoklio, apokleiw]

  Verb
(17)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αποκλείω

αποκλείω altgriechisch ἀποκλείω ἀπό + κλείω


GriechischDeutsch
Δεν αποκλείω ούτε επιβεβαιώνω ότι η διαφοροποίηση των ποσοστών διακύμανσης αποτελεί τον κατάλληλο τρόπο για την επίτευξη αυτού του στόχου.Ob eine Differenzierung der Modulationssätze hier das geeignete Instrument sein kann, möchte ich weder ausschließen noch bestätigen .

Übersetzung bestätigt

Νομίζω ότι προστατεύουμε αποτελεσματικότερα απ' ό,τι μέχρι σήμερα το περιβάλλον, χωρίς βεβαίως και εγώ να αποκλείω ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει με καλύτερο τρόπο.Wir schützen die Umwelt damit wirksamer als bisher, wobei auch ich nicht ausschließen möchte, dass sogar noch bessere Lösungen möglich wären.

Übersetzung bestätigt

Δεν αποκλείω αλλαγές των συνόρων, παρά μόνο για την περίπτωση όπου γίνονται μονομερώς από τον οποιονδήποτε.Ich schließe Grenzänderungen nicht aus, aber ich möchte sie hier ganz eindeutig ausschließen für den Fall, dass sie einseitig, von wem auch immer, getroffen werden.

Übersetzung bestätigt

Δεν αποκλείω σταδιακά να εργαστούμε περισσότερο άμεσα, επί παραδείγματι στο βόρειο τμήμα, πρέπει όμως να υπογραμμίσω ότι πάντα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δεν κάνουμε διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων ομάδων.Ich möchte unmittelbare Arbeit, beispielsweise im Norden, nicht gänzlich ausschließen, muss aber betonen, dass wir immer sicher sein müssen, einzelne Gruppen nicht zu diskriminieren.

Übersetzung bestätigt

Υπάρχουν ορισμένα ενθαρρυντικά σημεία αλλά παρόλα αυτά θα πρέπει να αναγνωρίσω το πολύπλοκο των συζητήσεων και κατά κανένα τρόπο δεν αποκλείω ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να επιστρέψουμε στις βασικές αρχές και να εξετάσουμε μήπως οι πολιτικοί στόχοι που εμείς οι ίδιοι είχαμε θέσει δηλ. να βοηθήσουμε τη νέα Νότιο Αφρική να αποκτήσει μεγαλύτερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά και να βελτιώσει το εμπόριό της με την Ευρώπη έχουν χαθεί μέσα στην πληθώρα των λεπτομερειών των τόσο πολλών τομεακών πτυχών της συζήτησης. Εν τούτοις, σ' αυτή τη φάση αυτά είναι που μπορώ να πω στο Κοινοβούλιο.Es gibt einige ermutigende Zeichen, doch muß ich anerkennen, daß die geführten Beratungen komplexer Art sind, und ich möchte keineswegs ausschließen, daß wir in einem gewissen Stadium wieder auf das Wesentliche zurückkommen und prüfen müssen, ob die von uns gesetzten politischen Ziele nämlich dem neuen Südafrika dabei zu helfen, einen größeren Zugang zum Gemeinschaftsmarkt zu erhalten und den Handel mit der Europäischen Union zu verbessern nicht dadurch aus dem Auge verloren werden, daß bei den geführten Beratungen zu sehr auf sektorale Einzelaspekte eingegangen wird.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αποκλείω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκλείωαποκλείουμε, αποκλείομεαποκλείομαιαποκλειόμαστε
αποκλείειςαποκλείετεαποκλείεσαιαποκλείεστε, αποκλειόσαστε
αποκλείειαποκλείουν(ε)αποκλείεταιαποκλείονται
Imper
fekt
απέκλειααποκλείαμεαποκλειόμουν(α)αποκλειόμαστε
απέκλειεςαποκλείατεαποκλειόσουν(α)αποκλειόσαστε
απέκλειεαπέκλειαν, αποκλείαν(ε)αποκλειόταν(ε)αποκλείονταν
Aoristαπέκλεισα, απόκλεισααποκλείσαμεαποκλείστηκααποκλειστήκαμε
απέκλεισες, απόκλεισεςαποκλείσατεαποκλείστηκεςαποκλειστήκατε
απέκλεισε, απόκλεισεαπέκλεισαν, αποκλείσαν(ε)αποκλείστηκεαποκλείστηκαν, αποκλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκλείσει
έχω αποκλεισμένο
έχουμε αποκλείσει
έχουμε αποκλεισμένο
έχω αποκλειστεί
είμαι αποκλεισμένος, -η
έχουμε αποκλειστεί
είμαστε αποκλεισμένοι, -ες
έχεις αποκλείσει
έχεις αποκλεισμένο
έχετε αποκλείσει
έχετε αποκλεισμένο
έχεις αποκλειστεί
είσαι αποκλεισμένος, -η
έχετε αποκλειστεί
είστε αποκλεισμένοι, -ες
έχει αποκλείσει
έχει αποκλεισμένο
έχουν αποκλείσει
έχουν αποκλεισμένο
έχει αποκλειστεί
είναι αποκλεισμένος, -η, -ο
έχουν αποκλειστεί
είναι αποκλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποκλείσει
είχα αποκλεισμένο
είχαμε αποκλείσει
είχαμε αποκλεισμένο
είχα αποκλειστεί
ήμουν αποκλεισμένος, -η
είχαμε αποκλειστεί
ήμαστε αποκλεισμένοι, -ες
είχες αποκλείσει
είχες αποκλεισμένο
είχατε αποκλείσει
είχατε αποκλεισμένο
είχες αποκλειστεί
ήσουν αποκλεισμένος, -η
είχατε αποκλειστεί
ήσαστε αποκλεισμένοι, -ες
είχε αποκλείσει
είχε αποκλεισμένο
είχαν αποκλείσει
είχαν αποκλεισμένο
είχε αποκλειστεί
ήταν αποκλεισμένος, -η, -ο
είχαν αποκλειστεί
ήταν αποκλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκλείωθα αποκλείουμε, θα αποκλείομεθα αποκλείομαιθα αποκλειόμαστε
θα αποκλείειςθα αποκλείετεθα αποκλείεσαιθα αποκλείεστε θα αποκλειόσαστε
θα αποκλείειθα αποκλείουν(ε)θα αποκλείεταιθα αποκλείονται
Fut
ur
θα αποκλείσωθα αποκλείσουμε, θα αποκλείσομεθα αποκλειστώθα αποκλειστούμε
θα αποκλείσειςθα αποκλείσετεθα αποκλειστείςθα αποκλειστείτε
θα αποκλείσειθα αποκλείσουν(ε)θα αποκλειστείθα αποκλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκλείσει
θα έχω αποκλεισμένο
θα έχουμε αποκλείσει
θα έχουμε αποκλεισμένο
θα έχω αποκλειστεί
θα είμαι αποκλεισμένος, -η
θα έχουμε αποκλειστεί
θα είμαστε αποκλεισμένοι, -ες
θα έχεις αποκλείσει
θα έχεις αποκλεισμένο
θα έχετε αποκλείσει
θα έχετε αποκλεισμένο
θα έχεις αποκλειστεί
θα είσαι αποκλεισμένος, -η
θα έχετε αποκλειστεί
θα είστε αποκλεισμένοι, -ες
θα έχει αποκλείσει
θα έχει αποκλεισμένο
θα έχουν αποκλείσει
θα έχουν αποκλεισμένο
θα έχει αποκλειστεί
θα είναι αποκλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν αποκλειστεί
θα είναι αποκλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκλείωνα αποκλείουμε, να αποκλείομενα αποκλείομαινα αποκλειόμαστε
να αποκλείειςνα αποκλείετενα αποκλείεσαινα αποκλείεστε, να αποκλειόσαστε
να αποκλείεινα αποκλείουν(ε)να αποκλείεταινα αποκλείονται
Aoristνα αποκλείσωνα αποκλείσουμε, να αποκλείσομενα αποκλειστώνα αποκλειστούμε
να αποκλείσειςνα αποκλείσετενα αποκλειστείςνα αποκλειστείτε
να αποκλείσεινα αποκλείσουν(ε)να αποκλειστείνα αποκλειστούν(ε)
Perfνα έχω αποκλείσει
να έχω αποκλεισμένο
να έχουμε αποκλείσει
να έχουμε αποκλεισμένο
να έχω αποκλειστεί
να είμαι αποκλεισμένος, -η
να έχουμε αποκλειστεί
να είμαστε αποκλεισμένοι, -ες
να έχεις αποκλείσει
να έχεις αποκλεισμένο
να έχετε αποκλείσει
να έχετε αποκλεισμένο
να έχεις αποκλειστεί
να είσαι αποκλεισμένος, -η
να έχετε αποκλειστεί
να είστε αποκλεισμένοι, -ες
να έχει αποκλείσει
να έχει αποκλεισμένο
να έχουν αποκλείσει
να έχουν αποκλεισμένο
να έχει αποκλειστεί
να είναι αποκλεισμένος, -η, -ο
να έχουν αποκλειστεί
να είναι αποκλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπόκλειεαποκλείετεαποκλείεστε
Aoristαπόκλεισεαποκλείσετε, αποκλείστεαποκλείσουαποκλειστείτε
Part
izip
Presαποκλείοντας
Perfέχοντας αποκλείσει, έχοντας αποκλεισμένοαποκλεισμένος, -η, -οαποκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποκλείσειαποκλειστεί













Griechische Definition zu αποκλείω

αποκλείω [apoklío] -ομαι Ρ αόρ. απέκλεισα και (σπάν.) απόκλεισα, απαρέμφ. αποκλείσει, παθ. αόρ. αποκλείστηκα, απαρέμφ. αποκλειστεί, μππ. αποκλεισμένος : 1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση: Mε τις πρόσφατες χιονοπτώσεις αποκλείστηκαν πολλά ορεινά χωριά. Aπέκλεισαν με το στόλο τους τα εχθρικά λιμάνια. H εθνική οδός είναι αποκλεισμένη από τους καπνοπαραγωγούς. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback