{der} Luft (ugs.) Subst.(1706) |
{der} Subst. (354) |
(0) |
{das} Subst. (0) |
αέρας mittelgriechisch ἀέρας altgriechisch ἀήρ, αιτιατική τόν ἀέρα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ως βιοσυσσώρευση νοείται το καθαρό αποτέλεσμα της πρόσληψης, μετατροπής και αφομοίωσης ουσίας από οργανισμό από όλες τις οδούς έκθεσης (δηλαδή αέρας, νερό, ιζήματα/έδαφος και τρόφιμα). | Bioakkumulation: das Nettoergebnis von Aufnahme, Umwandlung und Ausscheidung eines Stoffes in einem Organismus über sämtliche Expositionswege (d. h. Luft, Wasser, Sediment/Boden und Nahrung). Übersetzung bestätigt |
Οποιοδήποτε αέριο το οποίο μπορεί, γενικά με την παροχή του οξυγόνου, να προκαλέσει ή να συμβάλει στην καύση άλλου υλικού περισσότερο από ό,τι ο αέρας. | Alle Gase, die im Allgemeinen durch Lieferung von Sauerstoff die Verbrennung anderer Materialien eher verursachen oder begünstigen können als Luft. Übersetzung bestätigt |
«Αέρια που προκαλούν ή συμβάλλουν στην καύση άλλων υλικών περισσότερο από ό,τι ο αέρας» είναι καθαρά αέρια ή μίγματα αερίων με οξειδωτική ισχύ μεγαλύτερη από 23,5 %, προσδιοριζόμενη με μέθοδο που καθορίζεται στο ISO 10156 όπως τροποποιήθηκε ή στο 10156-2 όπως τροποποιήθηκε. | „Alle Gase, die die Verbrennung anderer Materialien eher verursachen oder begünstigen als Luft“: reine Gase oder Gasgemische mit einer Oxidationskraft von mehr als 23,5 %, wie mithilfe der in ISO 10156 (aktuelle Ausgabe) oder ISO 10156-2 (aktuelle Ausgabe) festgelegten Methode bestimmt. Übersetzung bestätigt |
Οξειδωτικό αέριο σημαίνει οποιοδήποτε αέριο ή μείγμα αερίων το οποίο μπορεί, γενικά με την παροχή οξυγόνου, να προκαλέσει ή να συμβάλει στην καύση άλλου υλικού περισσότερο από ό,τι ο αέρας. | Ooxidierende Gase: alle Gase oder Gasgemische, die im Allgemeinen durch Lieferung von Sauerstoff die Verbrennung anderer Materialien eher verursachen oder begünstigen können als Luft. Übersetzung bestätigt |
Ουσίες που προκύπτουν από χημική αντίδραση οφειλόμενη στην έκθεση άλλης ουσίας ή αντικειμένου σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως ο αέρας, η υγρασία, οι μικροβιακοί παράγοντες ή το ηλιακό φως. | Stoffe, die durch eine chemische Reaktion entstanden sind, zu der es bei der Exposition eines anderen Stoffes oder Erzeugnisses gegenüber Umwelteinflüssen wie Luft, Feuchtigkeit, Mikroorganismen oder Sonnenlicht gekommen ist; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
αέρας ο [aéras] πληθ. αέρηδες, λόγ. γεν. και αέρος : 1α.το μείγμα των αερίων της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη γη: Ο αέρας της ατμόσφαιρας περιέχει 78% άζωτο, 21% οξυγόνο και 1% άλλα αέρια. Γέμισε ο αέρας καπνούς. Bάζω αέρα στα λάστιχα του αυτοκινήτου, τα φουσκώνω. Πεπιεσμένος αέρας. Mάζα / πίεση / κενό* αέρος. Πύραυλος* εδάφους αέρος / αέρος αέρος. β. ο αέρας ως απαραίτητο στοιχείο της ζωής: Kανείς δε ζει χωρίς αέρα. Άνοιξε το παράθυρο να πάρουμε λίγο αέρα, να αναπνεύσουμε. ΦΡ παίρνω αέρα: α. αναζωογονούμαι, ξεσκάω, ξεδίνω: Bγήκα μια βόλτα να πάρω λίγο αέρα. || (ειρ.) Άντε να πάρεις τον αέρα σου / αέρα καθαρό / αέρα, σε ενοχλητικό που θέλουμε να τον διώξουμε. β. ξεθαρρεύω. τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτε είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για να συντηρηθώ. γ. σε αντιδιαστολή προς τον αιθέρα, τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Tα πουλιά πετούν στον αέρα. ΦΡ πιάνω* πουλιά στον αέρα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.