χώνω Verb  [chono, xwnw]

  Verb
(5)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu χώνω

χώνω spätgriechisch χώννυμι, αόριστος ἔχωσα altgriechisch χόω


GriechischDeutsch
Είναι αναγκαίο, δυστυχώς, να χώνω τη μύτη μου στα προσωπικά των άλλων.Ich muss meine Nase in allerlei Privates stecken. Das... gehört leider zu meinem Beruf.

Übersetzung nicht bestätigt

Της κόλλησα λίγες τρίχες του αρραβωνιαστικού μου... και άρχισα να χώνω βελόνες στο σώμα.Ich klebte ihr ein paar Haare meines Freundes auf... und begann, Nadeln in den Körper zu stecken.

Übersetzung nicht bestätigt

Μόνο η σκέψη να χώνω το δάχτυλό μου στο μάτι μου...Allein der Gedanke meinen Finger in mein Auge zu stecken ...

Übersetzung nicht bestätigt

Φαντάσου με να σου το χώνω στην κοιλιά.Stellen Sie sich vor Ich stecken Sie es in Ihrem Darm.

Übersetzung nicht bestätigt

Δημιουργείς αντιπερισπασμό και της το χώνω στην τσάντα.Du erzeugst ein kleines Ablenkungsmanöver und ich werde sie in ihre Handtasche stecken.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu χώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χώνωχώνουμε, χώνομεχώνομαιχωνόμαστε
χώνειςχώνετεχώνεσαιχώνεστε, χωνόσαστε
χώνειχώνουν(ε)χώνεταιχώνονται
Imper
fekt
έχωναχώναμεχωνόμουν(α)χωνόμαστε, χωνόμασταν
έχωνεςχώνατεχωνόσουν(α)χωνόσαστε, χωνόσασταν
έχωνεέχωναν, χώναν(ε)χωνόταν(ε)χώνονταν, χωνόντανε, χωνόντουσαν
Aoristέχωσαχώσαμεχώθηκαχωθήκαμε
έχωσεςχώσατεχώθηκεςχωθήκατε
έχωσεέχωσαν, χώσαν(ε)χώθηκεχώθηκαν, χωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χώσει
έχω χωμένο
έχουμε χώσει
έχουμε χωμένο
έχω χωθεί
είμαι χωμένος, -η
έχουμε χωθεί
είμαστε χωμένοι, -ες
έχεις χώσει
έχεις χωμένο
έχετε χώσει
έχετε χωμένο
έχεις χωθεί
είσαι χωμένος, -η
έχετε χωθεί
είστε χωμένοι, -ες
έχει χώσει
έχει χωμένο
έχουν χώσει
έχουν χωμένο
έχει χωθεί
είναι χωμένος, -η, -ο
έχουν χωθεί
είναι χωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χώσει
είχα χωμένο
είχαμε χώσει
είχαμε χωμένο
είχα χωθεί
ήμουν χωμένος, -η
είχαμε χωθεί
ήμαστε χωμένοι, -ες
είχες χώσει
είχες χωμένο
είχατε χώσει
είχατε χωμένο
είχες χωθεί
ήσουν χωμένος, -η
είχατε χωθεί
ήσαστε χωμένοι, -ες
είχε χώσει
είχε χωμένο
είχαν χώσει
είχαν χωμένο
είχε χωθεί
ήταν χωμένος, -η, -ο
είχαν χωθεί
ήταν χωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χώνωθα χώνουμε, θα χώνομεθα χώνομαιθα χωνόμαστε
θα χώνειςθα χώνετεθα χώνεσαιθα χώνεστε, θα χωνόσαστε
θα χώνειθα χώνουν(ε)θα χώνεταιθα χώνονται
Fut
ur
θα χώσωθα χώσουμε, θα χώσομεθα χωθώθα χωθούμε
θα χώσειςθα χώσετεθα χωθείςθα χωθείτε
θα χώσειθα χώσουνθα χωθείθα χωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χώσει
θα έχω χωμένο
θα έχουμε χώσει
θα έχουμε χωμένο
θα έχω χωθεί
θα είμαι χωμένος, -η
θα έχουμε χωθεί
θα είμαστε χωμένοι, -ες
θα έχεις χώσει
θα έχεις χωμένο
θα έχετε χώσει
θα έχετε χωμένο
θα έχεις χωθεί
θα είσαι χωμένος, -η
θα έχετε χωθεί
θα είστε χωμένοι, -ες
θα έχει χώσει
θα έχει χωμένο
θα έχουν χώσει
θα έχουν χωμένο
θα έχει χωθεί
θα είναι χωμένος, -η, -ο
θα έχουν χωθεί
θα είναι χωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χώνωνα χώνουμε, να χώνομενα χώνομαινα χωνόμαστε
να χώνειςνα χώνετενα χώνεσαινα χώνεστε, να χωνόσαστε
να χώνεινα χώνουν(ε)να χώνεταινα χώνονται
Aoristνα χώσωνα χώσουμε, να χώσομενα χωθώνα χωθούμε
να χώσειςνα χώσετενα χωθείςνα χωθείτε
να χώσεινα χώσουν(ε)να χωθείνα χωθούν(ε)
Perfνα έχω χώσει
να έχω χωμένο
να έχουμε χώσει
να έχουμε χωμένο
να έχω χωθεί
να είμαι χωμένος, -η
να έχουμε χωθεί
να είμαστε χωμένοι, -ες
να έχεις χώσει
να έχεις χωμένο
να έχετε χώσει
να έχετε χωμένο
να έχεις χωθεί
να είσαι χωμένος, -η
να έχετε χωθεί
να είστε χωμένοι, -ες
να έχει χώσει
να έχει χωμένο
να έχουν χώσει
να έχουν χωμένο
να έχει χωθεί
να είναι χωμένος, -η, -ο
να έχουν χωθεί
να είναι χωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώνεχώνετεχώνεστε
Aoristχώσεχώστε, χώσετεχώσουχωθείτε
Part
izip
Presχώνοντας
Perfέχοντας χώσει, έχοντας χωμένοχωμένος, -η, -οχωμένοι, -ες, -α
InfinAoristχώσειχωθεί









Griechische Definition zu χώνω

χώνω [xóno] -ομαι : 1α.πιέζω κτ. για να μπει βαθιά μέσα σε κτ. άλλο: χώνω το καρφί στον τοίχο. χώνω τον πάσσαλο στο χώμα. χώνω το μαχαίρι στο λαι μό, βυθίζω. Tου χώθηκε ένα καρφί στο πόδι. || (οικ.) σκεπάζω με χώ μα· θάβω: Tον έχωσαν ζωντανό. Πάνε να τον χώσουν. β. βάζω κτ. μέσα σε μια κοιλότητα ή σε μια εσωτερική θέση: χώνω το δάχτυλο στη μύτη / στο στό μα. Έχει τα χέρια χωμένα στις τσέπες. || Xώθηκε στη βαθιά πολυθρό να. ΦΡ χώνομαι παντού ή χώνω τη μύτη / τη μούρη / την ουρά μου παντού, ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις. χώνω τη μύτη μου κάπου, ασχολούμαι με κτ. δείχνοντας αδιάκριτη περιέργεια. χώνω κτ. στο κεφάλι κάποιου, προσπαθώ να τον κάνω να το μάθει. γ. κρύβω κπ. ή κτ. μέσα σε ή κάτω από κτ. άλλο· τρυπώνω: Xώθηκε στο υπόγειο / κάτω από το κρεβάτι. Έχωσε τα λεφτά στο ντουλάπι / κάτω απ΄ το στρώμα. || τοποθετώ κτ. κάπου πρόχειρα και σε μέρος που δε φαίνεται· τρυπώνω: Πού το ΄χωσες πάλι το βιβλίο σου; δ. αναγκάζω κπ. να μπει σε ένα χώρο: Tον έχωσε στο σπίτι / στο αυτοκίνητο. ΦΡ χώνω / βάζω κπ. μέσα, τον φυλακίζω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback