übersetzen
 Verb

μεταφράζω Verb
(16)
ερμηνεύω Verb
(0)
διαπεραιώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Er sagte sich, "Ich kann eine Sache tun, ich kann damit beginnen zu übersetzen, damit Menschen in diesen Ländern beginnen, einander etwas besser zu verstehen."Έτσι, είπε: "Το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να αρχίσω να μεταφράζω, ώστε οι άνθρωποι αυτών των χωρών να αρχίσουν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο λιγάκι καλύτερα".

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφράζωμεταφράζουμε, μεταφράζομεμεταφράζομαιμεταφραζόμαστε
μεταφράζειςμεταφράζετεμεταφράζεσαιμεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε
μεταφράζειμεταφράζουν(ε)μεταφράζεταιμεταφράζονται
Imper
fekt
μετέφραζα, μετάφραζαμεταφράζαμεμεταφραζόμουναμεταφραζόμαστε, μεταφραζόμασταν
μετέφραζες, μετάφραζεςμεταφράζατεμεταφραζόσουναμεταφραζόσαστε, μεταφραζόσασταν
μετέφραζε, μετάφραζεμετέφραζαν, μετάφραζαν, μεταφράζαν(ε)μεταφραζότανεμεταφράζονταν, μεταφραζόντανε, μεταφραζόντουσαν
Aoristμετέφρασα, μετάφρασαμεταφράσαμεμεταφράστηκαμεταφραστήκαμε
μετέφρασες, μετάφρασεςμεταφράσατεμεταφράστηκεςμεταφραστήκατε
μετέφρασε, μετάφρασεμετέφρασαν, μετάφρασαν, μεταφράσαν(ε)μεταφράστηκεμεταφράστηκαν, μεταφραστήκανε
Per
fekt
έχω μεταφράσει
έχω μεταφρασμένο
έχουμε μεταφράσει
έχουμε μεταφρασμένο
έχω μεταφραστεί
είμαι μεταφρασμένος, -η
έχουμε μεταφραστεί
είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
έχεις μεταφράσει
έχεις μεταφρασμένο
έχετε μεταφράσει
έχετε μεταφρασμένο
έχεις μεταφραστεί
είσαι μεταφρασμένος, -η
έχετε μεταφραστεί
είστε μεταφρασμένοι, -ες
έχει μεταφράσει
έχει μεταφρασμένο
έχουν μεταφράσει
έχουν μεταφρασμένο
έχει μεταφραστεί
είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
έχουν μεταφραστεί
είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μεταφράσει
είχα μεταφρασμένο
είχαμε μεταφράσει
είχαμε μεταφρασμένο
είχα μεταφραστεί
ήμουν μεταφρασμένος, -η
είχαμε μεταφραστεί
ήμαστε μεταφρασμένοι, -ες
είχες μεταφράσει
είχες μεταφρασμένο
είχατε μεταφράσει
είχατε μεταφρασμένο
είχες μεταφραστεί
ήσουν μεταφρασμένος, -η
είχατε μεταφραστεί
ήσαστε μεταφρασμένοι, -ες
είχε μεταφράσει
είχε μεταφρασμένο
είχαν μεταφράσει
είχαν μεταφρασμένο
είχε μεταφραστεί
ήταν μεταφρασμένος, -η, -ο
είχαν μεταφραστεί
ήταν μεταφρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφράζωθα μεταφράζουμε, θα μεταφράζομεθα μεταφράζομαιθα μεταφραζόμαστε
θα μεταφράζειςθα μεταφράζετεθα μεταφράζεσαιθα μεταφράζεστε, θα μεταφραζόσαστε
θα μεταφράζειθα μεταφράζουν(ε)θα μεταφράζεταιθα μεταφράζονται
Fut
ur
θα μεταφράσωθα μεταφράσουμε, θα μεταφράσομεθα μεταφραστώθα μεταφραστούμε
θα μεταφράσειςθα μεταφράσετεθα μεταφραστείςθα μεταφραστείτε
θα μεταφράσειθα μεταφράσουν(ε)θα μεταφραστείθα μεταφραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφράσει
θα έχω μεταφρασμένο
θα έχουμε μεταφράσει
θα έχουμε μεταφρασμένο
θα έχω μεταφραστεί
θα είμαι μεταφρασμένος, -η
θα έχουμε μεταφραστεί
θα είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
θα έχεις μεταφράσει
θα έχεις μεταφρασμένο
θα έχετε μεταφράσει
θα έχετε μεταφρασμένο
θα έχεις μεταφραστεί
θα είσαι μεταφρασμένος, -η
θα έχετε μεταφράστει
θα είστε μεταφρασμένοι, -ες
θα έχει μεταφράσει
θα έχει μεταφρασμένο
θα έχουν μεταφράσει
θα έχουν μεταφρασμένο
θα έχει μεταφραστεί
θα είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μεταφραστεί
θα είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφράζωνα μεταφράζουμε, να μεταφράζομενα μεταφράζομαινα μεταφραζόμαστε
να μεταφράζειςνα μεταφράζετενα μεταφράζεσαινα μεταφράζεστε, να μεταφραζόσαστε
να μεταφράζεινα μεταφράζουν(ε)να μεταφράζεταινα μεταφράζονται
Aoristνα μεταφράσωνα μεταφράσουμε, να μεταφράσομενα μεταφραστώνα μεταφραστούμε
να μεταφράσειςνα μεταφράσετενα μεταφραστείςνα μεταφραστείτε
να μεταφράσεινα μεταφράσουννα μεταφραστείνα μεταφραστούν(ε)
Perf να έχω μεταφράσει
να έχω μεταφρασμένο
να έχουμε μεταφράσει
να έχουμε μεταφρασμένο
να έχω μεταφραστεί
να είμαι μεταφρασμένος, -η
να έχουμε μεταφραστεί
να είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
να έχεις μεταφράσει
να έχεις μεταφρασμένο
να έχετε μεταφράσει
να έχετε μεταφρασμένο
να έχεις μεταφραστεί
να είσαι μεταφρασμένος, -η
να έχετε μεταφραστεί
να είστε μεταφρασμένοι, -ες
να έχει μεταφράσει
να έχει μεταφρασμένο
να έχουν μεταφράσει
να έχουν μεταφρασμένο
να έχει μεταφραστεί
να είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
να έχουν μεταφραστεί
να είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμετάφραζεμεταφράζετεμεταφράζεστε
Aoristμετέφρασεμεταφράστεμεταφράσουμεταφραστείτε
Part
izip
Presμεταφράζονταςμεταφραζόμενος
Perfέχοντας μεταφράσει, έχοντας μεταφρασμένομεταφρασμένος, -η, -ομεταφρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφράσειμεταφραστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερμηνεύωερμηνεύουμε, ερμηνεύομεερμηνεύομαιερμηνευόμαστε
ερμηνεύειςερμηνεύετεερμηνεύεσαιερμηνεύεστε, ερμηνευόσαστε
ερμηνεύειερμηνεύουν(ε)ερμηνεύεταιερμηνεύονται
Imper
fekt
ερμήνευαερμηνεύαμεερμηνευόμουν(α)ερμηνευόμαστε
ερμήνευεςερμηνεύατεερμηνευόσουν(α)ερμηνευόσαστε
ερμήνευεερμήνευαν, ερμηνεύαν(ε)ερμηνευόταν(ε)ερμηνεύονταν
Aoristερμήνευσαερμηνεύσαμεερμηνεύτηκα, ερμηνεύθηκαερμηνευτήκαμε, ερμηνευθήκαμε
ερμήνευσεςερμηνεύσατεερμηνεύτηκες, ερμηνεύθηκεςερμηνευτήκατε, ερμηνευθήκατε
ερμήνευσεερμήνευσαν, ερμηνεύσαν(ε)ερμηνεύτηκε, ερμηνεύθηκεερμηνεύτηκαν, ερμηνευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερμηνεύσει
έχω ερμηνευμένο
έχουμε ερμηνεύσει
έχουμε ερμηνευμένο
έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαι ερμηνευμένος, -η
έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
έχεις ερμηνεύσει
έχεις ερμηνευμένο
έχετε ερμηνεύσει
έχετε ερμηνευμένο
έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είσαι ερμηνευμένος, -η
έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είστε ερμηνευμένοι, -ες
έχει ερμηνεύσει
έχει ερμηνευμένο
έχουν ερμηνεύσει
έχουν ερμηνευμένο
έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερμηνεύσει
είχα ερμηνευμένο
είχαμε ερμηνεύσει
είχαμε ερμηνευμένο
είχα ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμουν ερμηνευμένος, -η
είχαμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχες ερμηνεύσει
είχες ερμηνευμένο
είχατε ερμηνεύσει
είχατε ερμηνευμένο
είχες ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσουν ερμηνευμένος, -η
είχατε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχε ερμηνεύσει
είχε ερμηνευμένο
είχαν ερμηνεύσει
είχαν ερμηνευμένο
είχε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένος, -η, -ο
είχαν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερμηνεύωθα ερμηνεύουμε, θα ερμηνεύομεθα ερμηνεύομαιθα ερμηνευόμαστε
θα ερμηνεύειςθα ερμηνεύετεθα ερμηνεύεσαιθα ερμηνεύεστε, θα ερμηνευόσαστε
θα ερμηνεύειθα ερμηνεύουν(ε)θα ερμηνεύεταιθα ερμηνεύονται
Fut
ur
θα ερμηνεύσωθα ερμηνεύσουμε, θα ερμηνεύσομεθα ερμηνευτώ, θα ερμηνευθώθα ερμηνευτούμε, θα ερμηνευθούμε
θα ερμηνεύσειςθα ερμηνεύσετεθα ερμηνευτείς, θα ερμηνευθείςθα ερμηνευτείτε, θα ερμηνευθείτε
θα ερμηνεύσειθα ερμηνεύσουν(ε)θα ερμηνευτεί, θα ερμηνευθείθα ερμηνευτούν(ε), θα ερμηνευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερμηνεύσει
θα έχω ερμηνευμένο
θα έχουμε ερμηνεύσει
θα έχουμε ερμηνευμένο
θα έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαι ερμηνευμένος, -η
θα έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχεις ερμηνεύσει
θα έχεις ερμηνευμένο
θα έχετε ερμηνεύσει
θα έχετε ερμηνευμένο
θα έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είσαι ερμηνευμένος, -η
θα έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχει ερμηνεύσει
θα έχει ερμηνευμένο
θα έχουν ερμηνεύσει
θα έχουν ερμηνευμένο
θα έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
θα έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερμηνεύωνα ερμηνεύουμε, να ερμηνεύομενα ερμηνεύομαινα ερμηνευόμαστε
να ερμηνεύειςνα ερμηνεύετενα ερμηνεύεσαινα ερμηνεύεστε, να ερμηνευόσαστε
να ερμηνεύεινα ερμηνεύουν(ε)να ερμηνεύεταινα ερμηνεύονται
Aoristνα ερμηνεύσωνα ερμηνεύσουμε, να ερμηνεύσομενα ερμηνευτώ, να ερμηνευθώνα ερμηνευτούμε, να ερμηνευθούμε
να ερμηνεύσειςνα ερμηνεύσετενα ερμηνευτείς, να ερμηνευθείςνα ερμηνευτείτε, να ερμηνευθείτε
να ερμηνεύσεινα ερμηνεύσουν(ε)να ερμηνευτεί, να ερμηνευθείνα ερμηνευτούν(ε), να ερμηνευθούν(ε)
Perfνα έχω ερμηνεύσει
να έχω ερμηνευμένο
να έχουμε ερμηνεύσει
να έχουμε ερμηνευμένο
να έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαι ερμηνευμένος, -η
να έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχεις ερμηνεύσει
να έχεις ερμηνευμένο
να έχετε ερμηνεύσει
να έχετε ερμηνευμένο
να έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είσαι ερμηνευμένος, -η
να έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχει ερμηνεύσει
να έχει ερμηνευμένο
να έχουν ερμηνεύσει
να έχουν ερμηνευμένο
να έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
να έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερμήνευεερμηνεύετεερμηνεύεστε
Aoristερμήνευσεερμηνεύστε, ερμηνεύσετεερμηνεύσουερμηνευτείτε, ερμηνευθείτε
Part
izip
Presερμηνεύονταςερμηνευόμενος
Perfέχοντας ερμηνεύσει, έχοντας ερμηνευμένοερμηνευμένος, -η, -οερμηνευμένοι, -ες, -α
InfinAoristερμηνεύσειερμηνευτεί, ερμηνευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback