weiten
 Verb

ανοίγω Verb
(1)
φαρδαίνω Verb
(0)
διευρύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn sich meine Augen weiten, bin ich unwiderstehlich.Όταν ανοίγω τα μάτια μου είμαι ακαταμάχητος.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανοίγωανοίγουμε, ανοίγομεανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγειςανοίγετεανοίγεσαιανοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγειανοίγουν(ε)ανοίγεταιανοίγονται
Imper
fekt
άνοιγαανοίγαμεανοιγόμουν(α)ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
άνοιγεςανοίγατεανοιγόσουν(α)ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
άνοιγεάνοιγαν, ανοίγαν(ε)ανοιγόταν(ε)ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristάνοιξαανοίξαμεανοίχτηκαανοιχτήκαμε
άνοιξεςανοίξατεανοίχτηκεςανοιχτήκατε
άνοιξεάνοιξαν, ανοίξαν(ε)ανοίχτηκεανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανοίξει
έχω ανοιγμένο
έχουμε ανοίξει
έχουμε ανοιγμένο
έχω ανοιχτεί
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοίξει
έχεις ανοιγμένο
έχετε ανοίξει
έχετε ανοιγμένο
έχεις ανοιχτεί
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοίξει
έχει ανοιγμένο
έχουν ανοίξει
έχουν ανοιγμένο
έχει ανοιχτεί
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανοίξει
είχα ανοιγμένο
είχαμε ανοίξει
είχαμε ανοιγμένο
είχα ανοιχτεί
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοίξει
είχες ανοιγμένο
είχατε ανοίξει
είχατε ανοιγμένο
είχες ανοιχτεί
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοίξει
είχε ανοιγμένο
είχαν ανοίξει
είχαν ανοιγμένο
είχε ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανοίγωθα ανοίγουμε, θα ανοίγομεθα ανοίγομαιθα ανοιγόμαστε
θα ανοίγειςθα ανοίγετεθα ανοίγεσαιθα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγειθα ανοίγουν(ε)θα ανοίγεταιθα ανοίγονται
Fut
ur
θα ανοίξωθα ανοίξουμε, θα ανοίξομεθα ανοιχτώθα ανοιχτούμε
θα ανοίξειςθα ανοίξετεθα ανοιχτείςθα ανοιχτείτε
θα ανοίξειθα ανοίξουν(ε)θα ανοιχτείθα ανοιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανοίξει
θα έχω ανοιγμένο
θα έχουμε ανοίξει
θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχω ανοιχτεί
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοίξει
θα έχεις ανοιγμένο
θα έχετε ανοίξει
θα έχετε ανοιγμένο
θα έχεις ανοιχτεί
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοίξει
θα έχει ανοιγμένο
θα έχουν ανοίξει
θα έχουν ανοιγμένο
θα έχει ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανοίγωνα ανοίγουμε, να ανοίγομενα ανοίγομαινα ανοιγόμαστε
να ανοίγειςνα ανοίγετενα ανοίγεσαινα ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεινα ανοίγουν(ε)να ανοίγεταινα ανοίγονται
Aoristνα ανοίξωνα ανοίξουμε, να ανοίξομενα ανοιχτώνα ανοιχτούμε
να ανοίξειςνα ανοίξετενα ανοιχτείςνα ανοιχτείτε
να ανοίξεινα ανοίξουν(ε)να ανοιχτείνα ανοιχτούν(ε)
Perfνα έχω ανοίξει
να έχω ανοιγμένο
να έχουμε ανοίξει
να έχουμε ανοιγμένο
να έχω ανοιχτεί
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοίξει
να έχεις ανοιγμένο
να έχετε ανοίξει
να έχετε ανοιγμένο
να έχεις ανοιχτεί
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοίξει
να έχει ανοιγμένο
να έχουν ανοίξει
να έχουν ανοιγμένο
να έχει ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάνοιγεανοίγετεανοίγεστε
Aoristάνοιξεανοίξτε, ανοίχτεανοίξουανοιχτείτε
Part
izip
Presανοίγοντας
Perfέχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένοανοιγμένος, -η, -οανοιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristανοίξειανοιχτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φαρδαίνωφαρδαίνουμε, φαρδαίνομε
φαρδαίνειςφαρδαίνετε
φαρδαίνειφαρδαίνουν(ε)
Imper
fekt
φάρδαιναφαρδαίναμε
φάρδαινεςφαρδαίνατε
φάρδαινεφάρδαιναν, φαρδαίναν(ε)
Aoristφάρδυναφαρδύναμε
φάρδυνεςφαρδύνατε
φάρδυνεφάρδυναν, φαρδύναν(ε)
Per
fekt
έχω φαρδύνειέχουμε φαρδύνει
έχεις φαρδύνειέχετε φαρδύνει
έχει φαρδύνειέχουν φαρδύνει
Plu
per
fekt
είχα φαρδύνειείχαμε φαρδύνει
είχες φαρδύνειείχατε φαρδύνει
είχε φαρδύνειείχαν φαρδύνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φαρδαίνωθα φαρδαίνουμε, θα φαρδαίνομε
θα φαρδαίνειςθα φαρδαίνετε
θα φαρδαίνειθα φαρδαίνουν(ε)
Fut
ur
θα φαρδύνωθα φαρδύνουμε, θα φαρδύνομε
θα φαρδύνειςθα φαρδύνετε
θα φαρδύνειθα φαρδύνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φαρδύνειθα έχουμε φαρδύνει
θα έχεις φαρδύνειθα έχετε φαρδύνει
θα έχει φαρδύνειθα έχουν φαρδύνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φαρδαίνωνα φαρδαίνουμε, να φαρδαίνομε
να φαρδαίνειςνα φαρδαίνετε
να φαρδαίνεινα φαρδαίνουν(ε)
Aoristνα φαρδύνωνα φαρδύνουμε, να φαρδύνομε
να φαρδύνειςνα φαρδύνετε
να φαρδύνεινα φαρδύνουν(ε)
Perfνα έχω φαρδύνεινα έχουμε φαρδύνει
να έχεις φαρδύνεινα έχετε φαρδύνει
να έχει φαρδύνεινα έχουν φαρδύνει
Imper
ativ
Presφάρδαινεφαρδαίνετε
Aoristφάρδυνεφαρδύνετε
Part
izip
Presφαρδαίνοντας
Perfέχοντας φαρδύνει
InfinAoristφαρδύνει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευρύνωδιευρύνουμε, διευρύνομεδιευρύνομαιδιευρυνόμαστε
διευρύνειςδιευρύνετεδιευρύνεσαιδιευρύνεστε, διευρυνόσαστε
διευρύνειδιευρύνουν(ε)διευρύνεταιδιευρύνονται
Imper
fekt
διεύρυναδιευρύναμεδιευρυνόμουν(α)διευρυνόμαστε, διευρυνόμασταν
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρυνόσουν(α)διευρυνόσαστε, διευρυνόσασταν
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρυνόταν(ε)διευρύνονταν, διευρυνόντανε, διευρυνόντουσαν
Aoristδιεύρυναδιευρύναμεδιευρύνθηκαδιευρυνθήκαμε
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρύνθηκεςδιευρυνθήκατε
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρύνθηκεδιευρύνθηκαν, διευρυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευρύνει
έχω διευρυμένο
έχουμε διευρύνει
έχουμε διευρυμένο
έχω διευρυνθεί
είμαι διευρυμένος, -η
έχουμε διευρυνθεί
είμαστε διευρυμένοι, -ες
έχεις διευρύνει
έχεις διευρυμένο
έχετε διευρύνει
έχετε διευρυμένο
έχεις διευρυνθεί
είσαι διευρυμένος, -η
έχετε διευρυνθεί
είστε διευρυμένοι, -ες
έχει διευρύνει
έχει διευρυμένο
έχουν διευρύνει
έχουν διευρυμένο
έχει διευρυνθεί
είναι διευρυμένος, -η, -ο
έχουν διευρυνθεί
είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διευρύνει
είχα διευρυμένο
είχαμε διευρύνει
είχαμε διευρυμένο
είχα διευρυνθεί
ήμουν διευρυμένος, -η
είχαμε διευρυνθεί
ήμαστε διευρυμένοι, -ες
είχες διευρύνει
είχες διευρυμένο
είχατε διευρύνει
είχατε διευρυμένο
είχες διευρυνθεί
ήσουν διευρυμένος, -η
είχατε διευρυνθεί
ήσαστε διευρυμένοι, -ες
είχε διευρύνει
είχε διευρυμένο
είχαν διευρύνει
είχαν διευρυμένο
είχε διευρυνθεί
ήταν διευρυμένος, -η, -ο
είχαν διευρυνθεί
ήταν διευρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρύνομαιθα διευρυνόμαστε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρύνεσαιθα διευρύνεστε, θα διευρυνόσαστε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρύνεταιθα διευρύνονται
Fut
ur
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρυνθώθα διευρυνθούμε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρυνθείςθα διευρυνθείτε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρυνθείθα διευρυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευρύνει
θα έχω διευρυμένο
θα έχουμε διευρύνει
θα έχουμε διευρυμένο
θα έχω διευρυνθεί
θα είμαι διευρυμένος, -η
θα έχουμε διευρυνθεί
θα είμαστε διευρυμένοι, -ες
θα έχεις διευρύνει
θα έχεις διευρυμένο
θα έχετε διευρύνει
θα έχετε διευρυμένο
θα έχεις διευρυνθεί
θα είσαι διευρυμένος, -η
θα έχετε διευρυνθεί
θα είστε διευρυμένοι, -ες
θα έχει διευρύνει
θα έχει διευρυμένο
θα έχουν διευρύνει
θα έχουν διευρυμένο
θα έχει διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένος, -η, -ο
θα έχουν διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρύνομαινα διευρυνόμαστε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρύνεσαινα διευρύνεστε, να διευρυνόσαστε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρύνεταινα διευρύνονται
Aoristνα διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρυνθώνα διευρυνθούμε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρυνθείςνα διευρυνθείτε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρυνθείνα διευρυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευρύνει
να έχω διευρυμένο
να έχουμε διευρύνει
να έχουμε διευρυμένο
να έχω διευρυνθεί
να είμαι διευρυμένος, -η
να έχουμε διευρυνθεί
να είμαστε διευρυμένοι, -ες
να έχεις διευρύνει
να έχεις διευρυμένο
να έχετε διευρύνει
να έχετε διευρυμένο
να έχεις διευρυνθεί
να είσαι διευρυμένος, -η
να έχετε διευρυνθεί
να είστε διευρυμένοι, -ες
να έχει διευρύνει
να έχει διευρυμένο
να έχουν διευρύνει
να έχουν διευρυμένο
να έχει διευρυνθεί
να είναι διευρυμένος, -η, -ο
να έχουν διευρυνθεί
να είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνεστε
Aoristδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνσουδιευρυνθείτε
Part
izip
Presδιευρύνοντας
Perfέχοντας διευρύνει, έχοντας διευρυμένοδιευρυμένος, -η, -οδιευρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιευρύνειδιευρυνθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback