wegtun
 (ugs.)  Verb

μαζεύω Verb
(1)
πετώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich wollte die Sachen wegtun.-Τα μαζεύω. -'Οχι, όχι!

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαζεύωμαζεύουμε, μαζεύομεμαζεύομαιμαζευόμαστε
μαζεύειςμαζεύετεμαζεύεσαιμαζεύεστε, μαζευόσαστε
μαζεύειμαζεύουν(ε)μαζεύεταιμαζεύονται
Imper
fekt
μάζευαμαζεύαμεμαζευόμουν(α)μαζευόμαστε, μαζευόμασταν
μάζευεςμαζεύατεμαζευόσουν(α)μαζευόσαστε, μαζευόσασταν
μάζευεμάζευαν, μαζεύαν(ε)μαζευόταν(ε)μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν
Aoristμάζεψαμαζέψαμεμαζεύτηκαμαζευτήκαμε
μάζεψεςμαζέψατεμαζεύτηκεςμαζευτήκατε
μάζεψεμάζεψαν, μαζέψαν(ε)μαζεύτηκεμαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαζέψει
έχω μαζεμένο
έχουμε μαζέψει
έχουμε μαζεμένο
έχω μαζευτεί
είμαι μαζεμένος, -η
έχουμε μαζευτεί
είμαστε μαζεμένοι, -ες
έχεις μαζέψει
έχεις μαζεμένο
έχετε μαζέψει
έχετε μαζεμένο
έχεις μαζευτεί
είσαι μαζεμένος, -η
έχετε μαζευτεί
είστε μαζεμένοι, -ες
έχει μαζέψει
έχει μαζεμένο
έχουν μαζέψει
έχουν μαζεμένο
έχει μαζευτεί
είναι μαζεμένος, -η, -ο
έχουν μαζευτεί
είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαζέψει
είχα μαζεμένο
είχαμε μαζέψει
είχαμε μαζεμένο
είχα μαζευτεί
ήμουν μαζεμένος, -η
είχαμε μαζευτεί
ήμαστε μαζεμένοι, -ες
είχες μαζέψει
είχες μαζεμένο
είχατε μαζέψει
είχατε μαζεμένο
είχες μαζευτεί
ήσουν μαζεμένος, -η
είχατε μαζευτεί
ήσαστε μαζεμένοι, -ες
είχε μαζέψει
είχε μαζεμένο
είχαν μαζέψει
είχαν μαζεμένο
είχε μαζευτεί
ήταν μαζεμένος, -η, -ο
είχαν μαζευτεί
ήταν μαζεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαζεύωθα μαζεύουμε, θα μαζεύομεθα μαζεύομαιθα μαζευόμαστε
θα μαζεύειςθα μαζεύετεθα μαζεύεσαιθα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε
θα μαζεύειθα μαζεύουν(ε)θα μαζεύεταιθα μαζεύονται
Fut
ur
θα μαζέψωθα μαζέψουμε, θα μαζέψομεθα μαζευτώθα μαζευτούμε
θα μαζέψειςθα μαζέψετεθα μαζευτείςθα μαζευτείτε
θα μαζέψειθα μαζέψουν(ε)θα μαζευτείθα μαζευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαζέψει
θα έχω μαζεμένο
θα έχουμε μαζέψει
θα έχουμε μαζεμένο
θα έχω μαζευτεί
θα είμαι μαζεμένος, -η
θα έχουμε μαζευτεί
θα είμαστε μαζεμένοι, -ες
θα έχεις μαζέψει
θα έχεις μαζεμένο
θα έχετε μαζέψει
θα έχετε μαζεμένο
θα έχεις μαζευτεί
θα είσαι μαζεμένος, -η
θα έχετε μαζευτεί
θα είστε μαζεμένοι, -ες
θα έχει μαζέψει
θα έχει μαζεμένο
θα έχουν μαζέψει
θα έχουν μαζεμένο
θα έχει μαζευτεί
θα είναι μαζεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαζευτεί
θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαζεύωνα μαζεύουμε, να μαζεύομενα μαζεύομαινα μαζευόμαστε
να μαζεύειςνα μαζεύετενα μαζεύεσαινα μαζεύεστε, να μαζευόσαστε
να μαζεύεινα μαζεύουν(ε)να μαζεύεταινα μαζεύονται
Aoristνα μαζέψωνα μαζέψουμε, να μαζέψομενα μαζευτώνα μαζευτούμε
να μαζέψειςνα μαζέψετενα μαζευτείςνα μαζευτείτε
να μαζέψεινα μαζέψουν(ε)να μαζευτείνα μαζευτούν(ε)
Perfνα έχω μαζέψει
να έχω μαζεμένο
να έχουμε μαζέψει
να έχουμε μαζεμένο
να έχω μαζευτεί
να είμαι μαζεμένος, -η
να έχουμε μαζευτεί
να είμαστε μαζεμένοι, -ες
να έχεις μαζέψει
να έχεις μαζεμένο
να έχετε μαζέψει
να έχετε μαζεμένο
να έχεις μαζευτεί
να είσαι μαζεμένος, -η
να έχετε μαζευτεί
να είστε μαζεμένοι, -ες
να έχει μαζέψει
να έχει μαζεμένο
να έχουν μαζέψει
να έχουν μαζεμένο
να έχει μαζευτεί
να είναι μαζεμένος, -η, -ο
να έχουν μαζευτεί
να είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμάζευεμαζεύετεμαζεύεστε
Aoristμάζεψεμαζέψτε, μαζεύτεμαζέψουμαζευτείτε
Part
izip
Presμαζεύοντας
Perfέχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένομαζεμένος, -η, -ομαζεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαζέψειμαζευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετάω, πετώπετάμε,πετούμεpetao">πετάγομαιπεταγόμαστε
πετάςπετάτεπετάγεσαιπετάγεστε, πεταγόσαστε
πετάει, πετάπετάνε, πετούν(ε)πετάγεταιπετάγονται
Imper
fekt
πετούσα, πέταγαπετούσαμε, πετάγαμεπεταγόμουν(α)πεταγόμαστε, πεταγόμασταν
πετούσες, πέταγεςπετούσατε, πετάγατεπεταγόσουν(α)πεταγόσαστε, πεταγόσασταν
πετούσε, πέταγεπετούσαν(ε), πέταγαν, πετάγανεπεταγόταν(ε)πετάγονταν, πεταγόντανε, πεταγόντουσαν
Aoristπέταξαπετάξαμεπετάχτηκαπεταχτήκαμε
πέταξεςπετάξατεπετάχτηκεςπεταχτήκατε
πέταξεπέταξαν, πετάξαν(ε)πετάχτηκεπετάχτηκαν, πεταχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πετάξει
έχω πεταγμένο
έχουμε πετάξει
έχουμε πεταγμένο
έχω πεταχτεί
είμαι πεταγμένος, -η
έχουμε πεταχτεί
είμαστε πεταγμένοι, -ες
έχεις πετάξει
έχεις πεταγμένο
έχετε πετάξει
έχετε πεταγμένο
έχεις πεταχτεί
είσαι πεταγμένος, -η
έχετε πεταχτεί
είστε πεταγμένοι, -ες
έχει πετάξει
έχει πεταγμένο
έχουν πετάξει
έχουν πεταγμένο
έχει πεταχτεί
είναι πεταγμένος, -η, -ο
έχουν πεταχτεί
είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πετάξει
είχα πεταγμένο
είχαμε πετάξει
είχαμε πεταγμένο
είχα πεταχτεί
ήμουν πεταγμένος, -η
είχαμε πεταχτεί
ήμαστε πεταγμένοι, -ες
είχες πετάξει
είχες πεταγμένο
είχατε πετάξει
είχατε πεταγμένο
είχες πεταχτεί
ήσουν πεταγμένος, -η
είχατε πεταχτεί
ήσαστε πεταγμένοι, -ες
είχε πετάξει
είχε πεταγμένο
είχαν πετάξει
είχαν πεταγμένο
είχε πεταχτεί
ήταν πεταγμενος, -η, -ο
είχαν πεταχτεί
ήταν πεταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετάω, θα πετώθα πετάμε, θα πετούμεθα πετάγομαιθα πεταγόμαστε
θα πετάςθα πετάτεθα πετάγεσαιθα πετάγεστε, θα πεταγόσαστε
θα πετάει, θα πετάθα πετάν(ε), θα πετούν(ε)θα πετάγεταιθα πεταγόνται
Fut
ur
θα πετάξωθα πετάξουμε, θα πετάξομεθα πεταχτώθα πεταχτούμε
θα πετάξειςθα πετάξετεθα πεταχτείςθα πεταχτείτε
θα πετάξειθα πετάξουν(ε)θα πεταχτείθα πεταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετάξει
θα έχω πεταγμένο
θα έχουμε πετάξει
θα έχουμε πεταγμένο
θα έχω πεταχτεί
θα είμαι πεταγμένος, -η
θα έχουμε πεταχτεί
θα είμαστε πεταγμένοι, -ες
θα έχεις πετάξει
θα έχεις πεταγμένο
θα έχετε πετάξει
θα έχετε πεταγμένο
θα έχεις πεταχτεί
θα είσαι πεταγμένος, -η
θα έχετε πεταχτεί
θα είστε πεταγμενοι, -ες
θα έχει πετάξει
θα έχει πεταγμένο
θα έχουν πετάξει
θα έχουν πεταγμένο
θα έχει πεταχτεί
θα είναι πεταγμένος, -η, -ο
θα έχουν πεταχτεί
θα είναι πεταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετάω, να πετώνα πετάμε, να πετούμενα πετάγομαινα πεταγόμαστε
να πετάςνα πετάτενα πετάγεσαινα πετάγεστε, να πεταγόσαστε
να πετάει, να πετάνα πετάνε, να πετούνενα πετάγεταινα πετάγονται
Aoristνα πετάξωνα πετάξουμε, να πετάξομενα πεταχτώνα πεταχτούμε
να πετάξειςνα πετάξετενα πεταχτείςνα πεταχτείτε
να πετάξεινα πετάξουννα πεταχτείνα πεταχτούνε
Perfνα έχω πετάξει
να έχω πεταγμένο
να έχουμε πετάξει
να έχουμε πεταγμένο
να έχω πεταχτεί
να είμαι πεταγμένος, -η
να έχουμε πεταχτεί
να είμαστε πεταγμενοι, -ες
να έχεις πετάξει
να έχεις πεταγμένο
να έχετε πετάξει
να έχετε πεταγμένο
να έχεις πεταχτεί
να είσαι πεταγμένος, -η
να έχετε πεταχτεί
να είστε πεταγμένοι, -ες
να έχει πετάξει
να έχει πεταγμένο
να έχουν πετάξει
να έχουν πεταγμένο
να έχει πεταχτεί
να είναι πεταγμένος, -η, -ο
να έχουν πεταχτεί
να είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέτα, πέταγεπετάτεπετάγεστε
Aoristπέταξε, πέταπετάξτε, πετάχτεπετάξουπεταχτείτε
Part
izip
Presπετώντας
Perfέχοντας πετάξει, έχοντας πεταγμένοπεταγμένος, -η, -οπεταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπετάξειπεταχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback