strahlen
 Verb

λάμπω Verb
(1)
φέγγω Verb
(0)
αστράφτω Verb
(0)
φωτοβολώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie bringen mich dazu, zu strahlen.Εσύ με κάνεις να λάμπω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λάμπωλάμπουμε, λάμπομε
λάμπειςλάμπετε
λάμπειλάμπουν(ε)
Imper
fekt
έλαμπαλάμπαμε
έλαμπεςλάμπατε
έλαμπεέλαμπαν, λάμπαν(ε)
Aoristέλαμψαλάμψαμε
έλαμψεςλάμψατε
έλαμψεέλαμψαν, λάμψαν(ε)
Per
fekt
έχω λάμψειέχουμε λάμψει
έχεις λάμψειέχετε λάμψει
έχει λάμψειέχουν λάμψει
Plu
per
fekt
είχα λάμψειείχαμε λάμψει
είχες λάμψειείχατε λάμψει
είχε λάμψειείχαν λάμψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λάμπωθα λάμπουμε, θα λάμπομε
θα λάμπειςθα λάμπετε
θα λάμπειθα λάμπουν(ε)
Fut
ur
θα λάμψωθα λάμψουμε, θα λάμψομε
θα λάμψειςθα λάμψετε
θα λάμψειθα λάμψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λάμψειθα έχουμε λάμψει
θα έχεις λάμψειθα έχετε λάμψει
θα έχει λάμψειθα έχουν λάμψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λάμπωνα λάμπουμε, να λάμπομε
να λάμπειςνα λάμπετε
να λάμπεινα λάμπουν(ε)
Aoristνα λάμψωνα λάμψουμε, να λάμψομε
να λάμψειςνα λάμψετε
να λάμψεινα λάμψουν(ε)
Perfνα έχω λάμψεινα έχουμε λάμψει
να έχεις λάμψεινα έχετε λάμψει
να έχει λάμψεινα έχουν λάμψει
Imper
ativ
Presλάμπελάμπετε
Aoristλάμψελάμψτε, λάμψετε
Part
izip
Presλάμποντας
Perfέχοντας λάμψει
InfinAoristλάμψει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αστράφτωαστράφτουμε, αστράφτομε
αστράφτειςαστράφτετε
αστράφτειαστράφτουν(ε)
Imper
fekt
άστραφτααστράφταμε
άστραφτεςαστράφτατε
άστραφτεάστραφταν, αστράφταν(ε)
Aoristάστραψααστράψαμε
άστραψεςαστράψατε
άστραψεάστραψαν, αστράψαν(ε)
Per
fekt
έχω αστράψειέχουμε αστράψει
έχεις αστράψειέχετε αστράψει
έχει αστράψειέχουν αστράψει
Plu
per
fekt
είχα αστράψειείχαμε αστράψει
είχες αστράψειείχατε αστράψει
είχε αστράψειείχαν αστράψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αστράφτωθα αστράφτουμε, θα αστράφτομε
θα αστράφτειςθα αστράφτετε
θα αστράφτειθα αστράφτουν(ε)
Fut
ur
θα αστράψωθα αστράψουμε, θα αστράψομε
θα αστράψειςθα αστράψετε
θα αστράψειθα αστράψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αστράψειθα έχουμε αστράψει
θα έχεις αστράψειθα έχετε αστράψει
θα έχει αστράψειθα έχουν αστράψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αστράφτωνα αστράφτουμε, να αστράφτομε
να αστράφτειςνα αστράφτετε
να αστράφτεινα αστράφτουν(ε)
Aoristνα αστράψωνα αστράψουμε, να αστράψομε
να αστράψειςνα αστράψετε
να αστράψεινα αστράψουν(ε)
Perfνα έχω αστράψεινα έχουμε αστράψει
να έχεις αστράψεινα έχετε αστράψει
να έχει αστράψεινα έχουν αστράψει
Imper
ativ
Presαστράφτεαστράφτετε
Aoristαστράψεαστράψετε, αστράψτε
Part
izip
Presαστράφτοντας
Perfέχοντας αστράψει
InfinAoristαστράψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback