schütteln
 Verb

ανακινώ Verb
(0)
τινάζω Verb
(0)
σείω Verb
(0)
κουνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Hör auf mit dem Kopf zu schütteln!"Μην κουνάτε το κεφάλι σας!

Übersetzung nicht bestätigt

Nun schütteln wir sie ein wenig, nur um dich zu verwirren.Τώρα θα τα ανακατέψουμε λιγάκι, απλά για να σε μπερδέψω.

Übersetzung nicht bestätigt

Hör auf, sie zu schütteln!Μην τα τινάζεις!

Übersetzung nicht bestätigt

Ihre Soldaten reden noch immer von der Verfolgung und schütteln sich... beim Gedanken daran.Οι στρατιωτες τους λενε ακομα για τα παθη τους να τον πιασουν... Κι ανατριχιαζουν στην αναμνηση.

Übersetzung nicht bestätigt

Erlauben Sie mir, Ihre Hand zu schütteln, Reeves.Επίστρεψε μου να σου σφίξω το χέρι και σένα, Ριβς./

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
rütteln
schütteln
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
seio40">σειώσειούμεσειέμαισειόμαστε
σειείςσειείτεσειέσαισειέστε, σειόσαστε
σειείσειούν(ε)σειέταισειούνται, σειόνται
Imper
fekt
σειούσασειούσαμεσειόμουν(α)σειόμαστε, σειόμασταν
σειούσεςσειούσατεσειόσουν(α)σειόσαστε, σειόσασταν
σειούσεσειούσαν(ε)σειόταν(ε)σειόνταν(ε), σειούνταν, σειόντουσαν
Aoristέσεισασείσαμεσείστηκασειστήκαμε
έσεισεςσείσατεσείστηκεςσειστήκατε
έσεισεέσεισαν, σειήσαν(ε)σείστηκεσείστηκαν, σειστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω σείσειέχουμε σείσειέχω σειστείέχουμε σειστεί
έχεις σείσειέχετε σείσειέχεις σειστείέχετε σειστεί
έχει σείσειέχουν σείσειέχει σειστείέχουν σειστεί
Plu
perf
ekt
είχα σείσειείχαμε σείσειείχα σειστείείχαμε σειστεί
είχες σείσειείχατε σείσειείχες σειστείείχατε σειστεί
είχε σείσειείχαν σείσειείχε σειστείείχαν σειστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σειώθα σειούμεθα σειείμαιθα σειόμαστε
θα σειείςθα σειείτεθα σειείσαιθα σειέστε, θα σειόσαστε
θα σειείθα σειούν(ε)θα σειέταιθα σειούνται, θα σειόνται
Fut
ur
θα σείσωθα σείσουμε, θα σείσομεθα σειστώθα σειστούμε
θα σείσειςθα σείσετεθα σειστείςθα σειστείτε
θα σείσειθα σείσουν(ε)θα σειστείθα σειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σείσειθα έχουμε σείσειθα έχω σειστείθα έχουμε σειστεί
θα έχεις σείσειθα έχετε σείσειθα έχεις σειστείθα έχετε σειστεί
θα έχει σείσειθα έχουν σείσειθα έχει σειστείθα έχουν σειστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σειώνα σειούμενα σειέμαινα σειόμαστε
να σειείςνα σειείτενα σειέσαινα σειέστε, να σειόσαστε
να σειείνα σειούν(ε)να σειείταινα σειούνται, να σειόνται
Aoristνα σείσωνα σείσουμε, να σείσομενα σειστώνα σειστούμε
να σείσειςνα σείσετενα σειστείςνα σειστείτε
να σείσεινα σείσουν(ε)να σειστείνα σειστούν(ε)
Perfνα έχω σείσεινα έχουμε σείσεινα έχω σειστείνα έχουμε σειστεί
να έχεις σείσεινα έχετε σείσεινα έχεις σειστείνα έχετε σειστεί
να έχει σείσεινα έχουν σείσεινα έχει σειστείνα έχουν σειστεί
Imper
ativ
Presσειείτεσειέστε
Aoristσείσεσείστεσείσουσειστείτε
Part
izip
Presσειώντας
Perfέχοντας σείσει
InfinAoristσείσεισειστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουνάω, κουνώκουνάμε, κουνούμεκουνιέμαικουνιόμαστε
κουνάςκουνάτεκουνιέσαικουνιέστε, κουνιόσαστε
κουνάει, κουνάκουνάν(ε), κουνούν(ε)κουνιέταικουνιούνται, κουνιόνται
Imper
fekt
κουνούσα, κούναγακουνούσαμε, κουνάγαμεκουνιόμουν(α)κουνιόμαστε, κουνιόμασταν
κουνούσες, κούναγεςκουνούσατε, κουνάγατεκουνιόσουν(α)κουνιόσαστε, κουνιόσασταν
κουνούσε, κούναγεκουνούσαν(ε), κούναγαν, κουνάγανεκουνιόταν(ε)κουνιόνταν(ε), κουνιούνταν, κουνιόντουσαν
Aoristκούνησακουνήσαμεκουνήθηκακουνηθήκαμε
κούνησεςκουνήσατεκουνήθηκεςκουνηθήκατε
κούνησεκούνησαν, κουνήσαν(ε)κουνήθηκεκουνήθηκαν, κουνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουνήσει
έχω κουνημένο
έχουμε κουνήσει
έχουμε κουνημένο
έχω κουνηθεί
είμαι κουνημένος, -η
έχουμε κουνηθεί
είμαστε κουνημένοι, -ες
έχεις κουνήσει
έχεις κουνημένο
έχετε κουνήσει
έχετε κουνημένο
έχεις κουνηθεί
είσαι κουνημένος, -η
έχετε κουνηθεί
είστε κουνημένοι, -ες
έχει κουνήσει
έχει κουνημένο
έχουν κουνήσει
έχουν κουνημένο
έχει κουνηθεί
είναι κουνημένος, -η, -ο
έχουν κουνηθεί
είναι κουνημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουνήσει
είχα κουνημένο
είχαμε κουνήσει
είχαμε κουνημένο
είχα κουνηθεί
ήμουν κουνημένος, -η
είχαμε κουνηθεί
ήμαστε κουνημένοι, -ες
είχες κουνήσει
είχες κουνημένο
είχατε κουνήσει
είχατε κουνημένο
είχες κουνηθεί
ήσουν κουνημένος, -η
είχατε κουνηθεί
ήσαστε κουνημένοι, -ες
είχε κουνήσει
είχε κουνημένο
είχαν κουνήσει
είχαν κουνημένο
είχε κουνηθεί
ήταν κουνημένος, -η, -ο
είχαν κουνηθεί
ήταν κουνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουνάω, θα κουνώθα κουνάμε, θα κουνούμεθα κουνιέμαιθα κουνιόμαστε
θα κουνάςθα κουνάτεθα κουνιέσαιθα κουνιέστε, θα κουνιόσαστε
θα κουνάει, θα κουνάθα κουνάν(ε), θα κουνούν(ε)θα κουνιέταιθα κουνιούνται, θα κουνιόνται
Fut
ur
θα κουνήσωθα κουνήσουμε, θα κουνήσομεθα κουνηθώθα κουνηθούμε
θα κουνήσειςθα κουνήσετεθα κουνηθείςθα κουνηθείτε
θα κουνήσειθα κουνήσουν(ε)θα κουνηθείθα κουνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουνήσει
θα έχω κουνημένο
θα έχουμε κουνήσει
θα έχουμε κουνημένο
θα έχω κουνηθεί
θα είμαι κουνημένος, -η
θα έχουμε κουνηθεί
θα είμαστε κουνημένοι, -ες
θα έχεις κουνήσει
θα έχεις κουνημένο
θα έχετε κουνήσει
θα έχετε κουνημένο
θα έχεις κουνηθεί
θα είσαι κουνημένος, -η
θα έχετε κουνηθεί
θα είστε κουνημένοι, -ες
θα έχει κουνήσει
θα έχει κουνημένο
θα έχουν κουνήσει
θα έχουν κουνημένο
θα έχει κουνηθεί
θα είναι κουνημένος, -η, -ο
θα έχουν κουνηθεί
θα είναι κουνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουνάω, να κουνώνα κουνάμε, να κουνούμενα κουνιέμαινα κουνιόμαστε
να κουνάςνα κουνάτενα κουνιέσαινα κουνιέστε, να κουνιόσαστε
να κουνάει, να κουνάνα κουνάν(ε), να κουνούν(ε)να κουνιέταινα κουνιούνται, να κουνιόνται
Aoristνα κουνήσωνα κουνήσουμε, να κουνήσομενα κουνηθώνα κουνηθούμε
να κουνήσειςνα κουνήσετενα κουνηθείςνα κουνηθείτε
να κουνήσεινα κουνήσουν(ε)να κουνηθείνα κουνηθούν(ε)
Perfνα έχω κουνήσει
να έχω κουνημένο
να έχουμε κουνήσει
να έχουμε κουνημένο
να έχω κουνηθεί
να είμαι κουνημένος, -η
να έχουμε κουνηθεί
να είμαστε κουνημένοι, -ες
να έχεις κουνήσει
να έχεις κουνημένο
να έχετε κουνήσει
να έχετε κουνημένο
να έχεις κουνηθεί
να είσαι κουνημένος, -η
να έχετε κουνηθεί
να είστε κουνημένοι, -η
να έχει κουνήσει
να έχει κουνημένο
να έχουν κουνήσει
να έχουν κουνημένο
να έχει κουνηθεί
να είναι κουνημένος, -η, -ο
να έχουν κουνηθεί
να είναι κουνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούνα, κούναγεκουνάτεκουνιέστε
Aoristκούνησε, κούνακουνήστεκουνήσουκουνηθείτε
Part
izip
Presκουνώντας
Perfέχοντας κουνήσει, έχοντας κουνημένοκουνημένος, -η, -οκουνημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουνήσεικουνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback