schwächen
 Verb

αδυνατίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dieser Tumult wird Euch schwächen.Αυτή η αναστάτωση θα σας εξασθενίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Und 2 Jahre schwächen das Gedächtnis.Δεν ξέρω αλλά μπορούμε να δοκιμάσουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Jede Schlacht wird Euch schwächen.Ακόμα κι αν κερδίζεις, με κάθε συμπλοκή θα γίνεσαι πιο αδύναμος.

Übersetzung nicht bestätigt

Würde es bekannt, dass ich dich bevorzugt habe... würde ihn das in den Augen des Volkes schwächen.Αν γίνει γνωστό ότι σε ευνοώ θα τον κάνει ευάλωτο στα μάτια το κόσμου.

Übersetzung nicht bestätigt

Das zeigt mal wieder, dass, so angenehm ihre Gesellschaft auch ist, Frauen Männer schwächen.Λοιπόν, μένει να δούμε ανεξάρτητα απο το πόσο ευχάριστο είναι να βρίσκεται στην συντροφιά μια γυναίκα, κάτα πόσο μπορεί να καθυστερήσει έναν άνδρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αδυνατίζωαδυνατίζουμε, αδυνατίζομε
αδυνατίζειςαδυνατίζετε
αδυνατίζειαδυνατίζουν(ε)
Imper
fekt
αδυνάτιζααδυνατίζαμε
αδυνάτιζεςαδυνατίζατε
αδυνάτιζεαδυνάτιζαν, αδυνατίζαν(ε)
Aoristαδυνάτισααδυνατίσαμε
αδυνάτισεςαδυνατίσατε
αδυνάτισεαδυνάτισαν, αδυνατίσαν(ε)
Per
fekt
έχω αδυνατίσειέχουμε αδυνατίσει
έχεις αδυνατίσειέχετε αδυνατίσει
έχει αδυνατίσειέχουν αδυνατίσει
Plu
per
fekt
είχα αδυνατίσειείχαμε αδυνατίσει
είχες αδυνατίσειείχατε αδυνατίσει
είχε αδυνατίσειείχαν αδυνατίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αδυνατίζωθα αδυνατίζουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίζειςθα αδυνατίζετε
θα αδυνατίζειθα αδυνατίζουν(ε)
Fut
ur
θα αδυνατίσωθα αδυνατίσουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίσειςθα αδυνατίσετε
θα αδυνατίσειθα αδυνατίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αδυνατίσειθα έχουμε αδυνατίσει
θα έχεις αδυνατίσειθα έχετε αδυνατίσει
θα έχει αδυνατίσειθα έχουν αδυνατίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αδυνατίζωνα αδυνατίζουμε, να αδυνατίζομε
να αδυνατίζειςνα αδυνατίζετε
να αδυνατίζεινα αδυνατίζουν(ε)
Aoristνα αδυνατίσωνα αδυνατίσουμε, να αδυνατίσομε
να αδυνατίσειςνα αδυνατίσετε
να αδυνατίσεινα αδυνατίσουν(ε)
Perfνα έχω αδυνατίσεινα έχουμε αδυνατίσει
να έχεις αδυνατίσεινα έχετε αδυνατίσει
να έχει αδυνατίσεινα έχουν αδυνατίσει
Imper
ativ
Presαδυνάτιζεαδυνατίζετε
Aoristαδυνάτισεαδυνατίστε
Part
izip
Presαδυνατίζοντας
Perfέχοντας αδυνατίσει
αδυνατισμένος
InfinAoristαδυνατίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback