drosseln
 Verb

αναστέλλω Verb
(0)
περιστέλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es gibt Wege, die Geschwindigkeit zu drosseln.Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να μειώσεις την ταχύτητα κατά την προσγείωση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ihre einzige Chance ist, sofort umzukehren, und Sie müssen die Innenbordmotoren drosseln, um die Vibrationen wenigstens zu vermindern.Η μόνη ελπίδα, είναι να επιστρέψετε άμεσα. Μειώστε την ισχύ των μηχανών, για να ανακόψετε την συχνότητα δόνησης. Προσγειωθείτε στο πιο κοντινό αεροδρόμιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Inzwischen lasse ich auf Ihren Vorschlag hin die Innenbordmotoren drosseln.Εν τω μεταξύ, θα μειώσω την ισχύ των μηχανών, όπως προτείνατε.

Übersetzung nicht bestätigt

Maschinen drosseln.Επιβραδύνατε τις μηχανές.

Übersetzung nicht bestätigt

Warum drosseln wir?Γιατί κόβουμε ταχύτητα;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστέλλωαναστέλλουμε, αναστέλλομεαναστέλλομαιαναστελλόμαστε
αναστέλλειςαναστέλλετεαναστέλλεσαιαναστέλλεστε, αναστελλόσαστε
αναστέλλειαναστέλλουν(ε)αναστέλλεταιαναστέλλονται
Imper
fekt
ανέστελλααναστέλλαμεαναστελλόμουν(α)αναστελλόμαστε
ανέστελλεςαναστέλλατεαναστελλόσουν(α)αναστελλόσαστε
ανέστελλεανάστελλαν, αναστέλλαν(ε), ανέστελλαναναστελλόταν(ε)αναστέλλονταν
Aoristανέστειλααναστείλαμε
ανέστειλεςαναστείλατε
ανέστειλεανέστειλαν, αναστείλαν(ε)ανεστάλεανεστάλησαν
Per
fekt
έχω αναστείλειέχουμε αναστείλειέχω ανασταλείέχουμε ανασταλεί
έχεις αναστείλειέχετε αναστείλειέχεις ανασταλείέχετε ανασταλεί
έχει αναστείλειέχουν αναστείλειέχει ανασταλείέχουν ανασταλεί
Plu
per
fekt
είχα αναστείλειείχαμε αναστείλειείχα ανασταλείείχαμε ανασταλεί
είχες αναστείλειείχατε αναστείλειείχες ανασταλείείχατε ανασταλεί
είχε αναστείλειείχαν αναστείλειείχε ανασταλείείχαν ανασταλεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστέλλωθα αναστέλλουμε, θα αναστέλλομεθα αναστέλλομαιθα αναστελλόμαστε
θα αναστέλλειςθα αναστέλλετεθα αναστέλλεσαιθα αναστέλλεστε, θα αναστελλόσαστε
θα αναστέλλειθα αναστέλλουν(ε)θα αναστέλλεταιθα αναστέλλονται
Fut
ur
θα αναστείλωθα αναστείλουμε, θα αναστείλομεθα ανασταλώθα ανασταλούμε
θα αναστείλειςθα αναστείλετεθα ανασταλείςθα ανασταλείτε
θα αναστείλειθα αναστείλουν(ε)θα ανασταλείθα ανασταλούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστείλειθα έχουμε αναστείλειθα έχω ανασταλείθα έχουμε ανασταλεί
θα έχεις αναστείλειθα έχετε αναστείλειθα έχεις ανασταλείθα έχετε ανασταλεί
θα έχει αναστείλειθα έχουν αναστείλειθα έχει ανασταλείθα έχουν ανασταλεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστέλλωνα αναστέλλουμε, να αναστέλλομενα αναστέλλομαινα αναστελλόμαστε
να αναστέλλειςνα αναστέλλετενα αναστέλλεσαινα αναστέλλεστε, να αναστελλόσαστε
να αναστέλλεινα αναστέλλουν(ε)να αναστέλλεταινα αναστέλλονται
Aoristνα αναστείλωνα αναστείλουμε, να αναστείλομενα ανασταλώνα ανασταλούμε
να αναστείλειςνα αναστείλετενα ανασταλείςνα ανασταλείτε
να αναστείλεινα αναστείλουν(ε)να ανασταλείνα ανασταλούν(ε)
Perfνα έχω αναστείλεινα έχουμε αναστείλεινα έχω ανασταλείνα έχουμε ανασταλεί
να έχεις αναστείλεινα έχετε αναστείλεινα έχεις ανασταλείνα έχετε ανασταλεί
να έχει αναστείλεινα έχουν αναστείλεινα έχει ανασταλείνα έχουν ανασταλεί
Imper
ativ
Presανάστελλεαναστέλλετεαναστέλλεστε
Aoristανέστειλεαναστείλετε, αναστείλτεανασταλείτε
Part
izip
Presαναστέλλοντας
Perfέχοντας αναστείλειαναστελεμένος, -η, -οαναστελεμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστείλειανασταλεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback