riskieren
 Verb

ρισκάρω Verb
(341)
διακινδυνεύω Verb
(11)
ριψοκινδυνεύω Verb
(3)
κινδυνεύω Verb
(0)
διακυβεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die meisten sagen, warum soll ich etwas riskieren, wenn mir 1500 Dollar sicher sind?Οι περισσότεροι λένε, γιατί να ρισκάρω, όταν μπορώ να κερδίσω 1500 δολάρια στα σίγουρα;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann es nicht riskieren.Δεν μπορώ να το ρισκάρω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ριψοκινδυνεύωριψοκινδυνεύουμε, ριψοκινδυνεύομε
ριψοκινδυνεύειςριψοκινδυνεύετε
ριψοκινδυνεύειριψοκινδυνεύουν(ε)
Imper
fekt
ριψοκινδύνευαριψοκινδυνεύαμε
ριψοκινδύνευεςριψοκινδυνεύατε
ριψοκινδύνευεριψοκινδύνευαν, ριψοκινδυνεύαν(ε)
Aoristριψοκινδύνεψα, ριψοκινδύνευσαριψοκινδυνέψαμε, ριψοκινδυνεύσαμε
ριψοκινδύνεψες, ριψοκινδύνευσεςριψοκινδυνέψατε, ριψοκινδυνεύσατε
ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσεριψοκινδύνεψαν, ριψοκινδυνεψαν(ε)
ριψοκινδύνευσαν, ριψοκινδυνεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω ριψοκινδυνέψει
έχω ριψοκινδυνεύσει
έχουμε ριψοκινδυνέψει
έχουμε ριψοκινδυνεύσει
έχεις ριψοκινδυνέψει
έχεις ριψοκινδυνεύσει
έχετε ριψοκινδυνέψει
έχετε ριψοκινδυνεύσει
έχει ριψοκινδυνέψει
έχει ριψοκινδυνεύσει
έχουν ριψοκινδυνέψει
έχουν ριψοκινδυνεύσει
Plu
per
fekt
είχα ριψοκινδυνέψει
είχα ριψοκινδυνεύσει
είχαμε ριψοκινδυνέψει
είχαμε ριψοκινδυνεύσει
είχες ριψοκινδυνέψει
είχες ριψοκινδυνεύσει
είχατε ριψοκινδυνέψει
είχατε ριψοκινδυνεύσει
είχε ριψοκινδυνέψει
είχε ριψοκινδυνεύσει
είχαν ριψοκινδυνέψει
είχαν ριψοκινδυνεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ριψοκινδυνεύωθα ριψοκινδυνεύουμε, θα ριψοκινδυνεύομε
θα ριψοκινδυνεύειςθα ριψοκινδυνεύετε
θα ριψοκινδυνεύειθα ριψοκινδυνεύουν(ε)
Fut
ur
θα ριψοκινδυνέψω, θα ριψοκινδυνεύσωθα ριψοκινδυνέψουμε, θα ριψοκινδυνέψομε
θα ριψοκινδυνεύσουμε, θα ριψοκινδυνεύσομε
θα ριψοκινδυνέψεις, θα ριψοκινδυνεύσειςθα ριψοκινδυνέψετε, θα ριψοκινδυνεύσετε
θα ριψοκινδυνέψει, θα ριψοκινδυνεύσειθα ριψοκινδυνέψουν(ε), θα ριψοκινδυνεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ριψοκινδυνέψει
θα έχω ριψοκινδυνεύσει
θα έχουμε ριψοκινδυνέψει
θα έχουμε ριψοκινδυνεύσει
θα έχεις ριψοκινδυνέψει
θα έχεις ριψοκινδυνεύσει
θα έχετε ριψοκινδυνέψει
θα έχετε ριψοκινδυνεύσει
θα έχει ριψοκινδυνέψει
θα έχει ριψοκινδυνεύσει
θα έχουν ριψοκινδυνέψει
θα έχουν ριψοκινδυνεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ριψοκινδυνεύωνα ριψοκινδυνεύουμε, να ριψοκινδυνεύομε
να ριψοκινδυνεύειςνα ριψοκινδυνεύετε
να ριψοκινδυνεύεινα ριψοκινδυνεύουν(ε)
Aoristνα ριψοκινδυνέψω, να ριψοκινδυνεύσωνα ριψοκινδυνέψουμε, να ριψοκινδυνέψομε
να ριψοκινδυνεύσουμε, να ριψοκινδυνεύσομε
να ριψοκινδυνέψεις, να ριψοκινδυνεύσειςνα ριψοκινδυνέψετε, να ριψοκινδυνεύσετε
να ριψοκινδυνέψει, να ριψοκινδυνεύσεινα ριψοκινδυνέψουν(ε), να ριψοκινδυνεύσουν(ε)
Perfνα έχω ριψοκινδυνέψει
να έχω ριψοκινδυνεύσει
να έχουμε ριψοκινδυνέψει
να έχουμε ριψοκινδυνεύσει
να έχεις ριψοκινδυνέψει
να έχεις ριψοκινδυνεύσει
να έχετε ριψοκινδυνέψει
να έχετε ριψοκινδυνεύσει
να έχει ριψοκινδυνέψει
να έχει ριψοκινδυνεύσει
να έχουν ριψοκινδυνέψει
να έχουν ριψοκινδυνεύσει
Imper
ativ
Presριψοκινδύνευεριψοκινδυνεύετε
Aoristριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσεριψοκινδυνέψτε, ριψοκινδυνέψετε
ριψοκινδυνεύστε, ριψοκινδυνεύσετε
Part
izip
Presριψοκινδυνεύοντας
Perfέχοντας ριψοκινδυνέψει, έχοντας ριψοκινδυνεύσει
InfinAoristριψοκινδυνέψει, ριψοκινδυνεύσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κινδυνεύωκινδυνεύουμε, κινδυνεύομε
κινδυνεύειςκινδυνεύετε
κινδυνεύεικινδυνεύουν(ε)
Imper
fekt
κινδύνευακινδυνεύαμε
κινδύνευεςκινδυνεύατε
κινδύνευεκινδύνευαν, κινδυνεύαν(ε)
Aoristκινδύνεψακινδυνέψαμε
κινδύνεψεςκινδυνέψατε
κινδύνεψεκινδύνεψαν, κινδυνέψαν(ε)
Per
fekt
έχω κινδυνέψειέχουμε κινδυνέψει
έχεις κινδυνέψειέχετε κινδυνέψει
έχει κινδυνέψειέχουν κινδυνέψει
Plu
per
fekt
είχα κινδυνέψειείχαμε κινδυνέψει
είχες κινδυνέψειείχατε κινδυνέψει
είχε κινδυνέψειείχαν κινδυνέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κινδυνεύωθα κινδυνεύουμε, θα κινδυνεύομε
θα κινδυνεύειςθα κινδυνεύετε
θα κινδυνεύειθα κινδυνεύουν(ε)
Fut
ur
θα κινδυνέψωθα κινδυνέψουμε, θα κινδυνέψομε
θα κινδυνέψειςθα κινδυνέψετε
θα κινδυνέψειθα κινδυνέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κινδυνέψειθα έχουμε κινδυνέψει
θα έχεις κινδυνέψειθα έχετε κινδυνέψει
θα έχει κινδυνέψειθα έχουν κινδυνέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κινδυνεύωνα κινδυνεύουμε, να κινδυνεύομε
να κινδυνεύειςνα κινδυνεύετε
να κινδυνεύεινα κινδυνεύουν(ε)
Aoristνα κινδυνέψωνα κινδυνέψουμε, να κινδυνέψομε
να κινδυνέψειςνα κινδυνέψετε
να κινδυνέψεινα κινδυνέψουν(ε)
Perfνα έχω κινδυνέψεινα έχουμε κινδυνέψει
να έχεις κινδυνέψεινα έχετε κινδυνέψει
να έχει κινδυνέψεινα έχουν κινδυνέψει
Imper
ativ
Presκινδύνευεκινδυνεύετε
Aoristκινδύνεψεκινδυνέψτε, κινδυνεύτε
Part
izip
Presκινδυνεύοντας
Perfέχοντας κινδυνέψει
InfinAoristκινδυνέψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback