plaudern
 Verb

φλυαρώ Verb
(3)
κουβεντιάζω Verb
(2)
DeutschGriechisch
Ich will nur plaudern.Απλά φλυαρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann solange plaudern bis Sie alle einschlafen, Sie acht Stunden voll Schlaf bekommen und wenn Sie aufwachen, hören Sie mich immer noch plappern.Μπορώ να συνεχίζω μέχρι όλοι να αποκοιμηθείτε, να κοιμηθείτε κάνα οκτάωρο και ξυπνώντας να με βρείτε να συνεχίζω να φλυαρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte mir nichts Nutzloseres vorstellen, als über die Gefühle von jemandem zu plaudern.Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ χειρότερο πράγμα απ' το να φλυαρώ για τα συναισθήματα κάποιου.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβεντιάζωκουβεντιάζουμε, κουβεντιάζομεκουβεντιάζομαικουβεντιαζόμαστε
κουβεντιάζειςκουβεντιάζετεκουβεντιάζεσαικουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε
κουβεντιάζεικουβεντιάζουν(ε)κουβεντιάζεταικουβεντιάζονται
Imper
fekt
κουβέντιαζακουβεντιάζαμεκουβεντιαζόμουν(α)κουβεντιαζόμαστε, κουβεντιαζόμασταν
κουβέντιαζεςκουβεντιάζατεκουβεντιαζόσουν(α)κουβεντιαζόσαστε, κουβεντιαζόσασταν
κουβέντιαζεκουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε)κουβεντιαζόταν(ε)κουβεντιάζονταν, κουβεντιαζόντανε, κουβεντιαζόντουσαν
Aoristκουβέντιασακουβεντιάσαμεκουβεντιάστηκακουβεντιαστήκαμε
κουβέντιασεςκουβεντιάσατεκουβεντιάστηκεςκουβεντιαστήκατε
κουβέντιασεκουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε)κουβεντιάστηκεκουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κουβεντιάσει
έχω κουβεντιασμένο
έχουμε κουβεντιάσει
έχουμε κουβεντιασμένο
έχω κουβεντιαστεί
είμαι κουβεντιασμένος, -η
έχουμε κουβεντιαστεί
είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
έχεις κουβεντιάσει
έχεις κουβεντιασμένο
έχετε κουβεντιάσει
έχετε κουβεντιασμένο
έχεις κουβεντιαστεί
είσαι κουβεντιασμένος, -η
έχετε κουβεντιαστεί
είστε κουβεντιασμένοι, -ες
έχει κουβεντιάσει
έχει κουβεντιασμένο
έχουν κουβεντιάσει
έχουν κουβεντιασμένο
έχει κουβεντιαστεί
είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
έχουν κουβεντιαστεί
είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουβεντιάσει
είχα κουβεντιασμένο
είχαμε κουβεντιάσει
είχαμε κουβεντισμένο
είχα κουβεντιαστεί
ήμουν κουβεντιασμένος, -η
είχαμε κουβεντιαστεί
ήμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
είχες κουβεντιάσει
είχες κουβεντιασμένο
είχατε κουβεντιάσει
είχατε κουβεντιασμένο
είχες κουβεντιαστεί
ήσουν κουβεντιασμένος, -η
είχατε κουβεντιαστεί
ήσαστε κουβεντιασμένοι, -ες
είχε κουβεντιάσει
είχε κουβεντιασμένο
είχαν κουβεντιάσει
είχαν κουβεντιασμένο
είχε κουβεντιαστεί
ήταν κουβεντιασμένος, -η, -ο
είχαν κουβεντιαστεί
ήταν κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβεντιάζωθα κουβεντιάζουμε, θα κουβεντιάζομεθα κουβεντιάζομαιθα κουβεντιαζόμαστε
θα κουβεντιάζειςθα κουβεντιάζετεθα κουβεντιάζεσαιθα κουβεντιάζεστε, θα κουβεντιαζόσαστε
θα κουβεντιάζειθα κουβεντιάζουν(ε)θα κουβεντιάζεταιθα κουβεντιάζονται
Fut
ur
θα κουβεντιάσωθα κουβεντιάσουμε, θα κουβεντιάζομεθα κουβεντιαστώθα κουβεντιαστούμε
θα κουβεντιάσειςθα κουβεντιάσετεθα κουβεντιαστείςθα κουβεντιαστείτε
θα κουβεντιάσειθα κουβεντιάσουν(ε)θα κουβεντιαστείθα κουβεντιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβεντιάσει
θα έχω κουβεντιασμένο
θα έχουμε κουβεντιάσει
θα έχουμε κουβεντιασμένο
θα έχω κουβεντιαστεί
θα είμαι κουβεντιασμένος, -η
θα έχουμε κουβεντιαστεί
θα είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
θα έχεις κουβεντιάσει
θα έχεις κουβεντιασμένο
θα έχετε κουβεντιάσει
θα έχετε κουβεντιασμένο
θα έχεις κουβεντιαστεί
θα είσαι κουβεντιασμένος, -η
θα έχετε κουβεντιαστεί
θα είστε κουβεντιασμένοι, -ες
θα έχει κουβεντιάσει
θα έχει κουβεντιασμένο
θα έχουν κουβεντιάσει
θα έχουν κουβεντιασμένο
θα έχει κουβεντιαστεί
θα είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
θα έχουν κουβεντιαστεί
θα είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβεντιάζωνα κουβεντιάζουμε, να κουβεντιάζομενα κουβεντιάζομαινα κουβεντιαζόμαστε
να κουβεντιάζειςνα κουβεντιάζετενα κουβεντιάζεσαινα κουβεντιάζεστε, να κουβεντιαζόσαστε
να κουβεντιάζεινα κουβεντιάζουν(ε)να κουβεντιάζεταινα κουβεντιάζονται
Aoristνα κουβεντιάσωνα κουβεντιάσουμε, να κουβεντιάσομενα κουβεντιαστώνα κουβεντιαστούμε
να κουβεντιάσειςνα κουβεντιάσετενα κουβεντιαστείςνα κουβεντιαστείτε
να κουβεντιάσεινα κουβεντιάσουν(ε)να κουβεντιαστείνα κουβεντιαστούν(ε)
Perfνα έχω κουβεντιάσει
να έχω κουβεντιασμένο
να έχουμε κουβεντιάσει
να έχουμε κουβεντιασμένο
να έχω κουβεντιαστεί
να είμαι κουβεντιασμένος, -η
να έχουμε κουβεντιαστεί
να είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
να έχεις κουβεντιάσει
να έχεις κουβεντιασμένο
να έχετε κουβεντιάσει
να έχετε κουβεντιασμένο
να έχεις κουβεντιαστεί
να είσαι κουβεντιασμένος, -η
να έχετε κουβεντιαστεί
να είστε κουβεντιασμένοι, -ες
να έχει κουβεντιάσει
να έχει κουβεντιασμένο
να έχουν κουβεντιάσει
να έχουν κουβεντιασμένο
να έχει κουβεντιαστεί
να είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
να έχουν κουβεντιαστεί
να είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβέντιαζεκουβεντιάζετεκουβεντιάζεστε
Aoristκουβέντιασεκουβεντιάστεκουβεντιάσουκουβεντιαστείτε
Part
izip
Presκουβεντιάζονταςκουβεντιαζόμενος
Perfέχοντας κουβεντιάσει, έχοντας κουβεντιασμένοκουβεντιασμένος, -η, -οκουβεντιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβεντιάσεικουβεντιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback