κουβεντιάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Lieber spiesse ich mir den Hintern auf einem Riesenkaktus auf... als mit diesem französischen Emporkömmling freundlich zu plauschen. | Καλύτερα να κάτσω πάνω σ' ένα τεράστιο κάκτο... παρά ν' ανταλλάξω φιλοφρονήσεις μ' αυτόν τον ξιπασμένο Γάλλο. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich hab sie immer wieder mal gerammt, nur um mit ihr zu plauschen. | Ξέρεις, συνήθιζα να την τρακάρω, μόνο για να μιλήσω μαζί της. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wurde ja gerne noch weiter mit dir plauschen, aber ich hab "ne wichtige Verabredung. Ich uberlass dich Nadia. | Θα ήθελα να μείνω να μιλήσουμε περί ανέμων και υδάτων, αλλά έχω ραντεβού στο Λονδίνο, γι'αυτό σ'αφήνω στη Νάντια. Übersetzung nicht bestätigt |
Du willst einfach so mit ein paar Dämonen plauschen und hoffst, dass sie dich nicht erkennen? | Θα πιάσεις συζήτηση με κανένα δαίμονα ελπίζοντας να μην σε αναγνωρίσουν; Übersetzung nicht bestätigt |
Wollt ihr über alte Zeiten plauschen oder wollt ihr das Geld? | Θέλετε να λέμε για τα παλιά ή θέλετε να λέμε για τα λεφτά από την κλοπή; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(miteinander) reden |
quatschen |
schnacken |
plauschen |
ratschen |
plaudern |
klönen |
parlieren |
konversieren |
Konversation machen |
quatern |
babbele |
Smalltalk machen |
Small Talk machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | plausche | ||
du | plauschst plauscht | |||
er, sie, es | plauscht | |||
Präteritum | ich | plauschte | ||
Konjunktiv II | ich | plauschte | ||
Imperativ | Singular | plausch! plausche! | ||
Plural | plauscht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geplauscht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:plauschen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κουβεντιάζω | κουβεντιάζουμε, κουβεντιάζομε | κουβεντιάζομαι | κουβεντιαζόμαστε |
κουβεντιάζεις | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεσαι | κουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε | ||
κουβεντιάζει | κουβεντιάζουν(ε) | κουβεντιάζεται | κουβεντιάζονται | ||
Imper fekt | κουβέντιαζα | κουβεντιάζαμε | κουβεντιαζόμουν(α) | κουβεντιαζόμαστε, κουβεντιαζόμασταν | |
κουβέντιαζες | κουβεντιάζατε | κουβεντιαζόσουν(α) | κουβεντιαζόσαστε, κουβεντιαζόσασταν | ||
κουβέντιαζε | κουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε) | κουβεντιαζόταν(ε) | κουβεντιάζονταν, κουβεντιαζόντανε, κουβεντιαζόντουσαν | ||
Aorist | κουβέντιασα | κουβεντιάσαμε | κουβεντιάστηκα | κουβεντιαστήκαμε | |
κουβέντιασες | κουβεντιάσατε | κουβεντιάστηκες | κουβεντιαστήκατε | ||
κουβέντιασε | κουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε) | κουβεντιάστηκε | κουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κουβεντιάσει | έχουμε κουβεντιάσει | έχω κουβεντιαστεί | έχουμε κουβεντιαστεί | |
έχεις κουβεντιάσει | έχετε κουβεντιάσει | έχεις κουβεντιαστεί | έχετε κουβεντιαστεί | ||
έχει κουβεντιάσει | έχουν κουβεντιάσει | έχει κουβεντιαστεί | έχουν κουβεντιαστεί | ||
Plu per fekt | είχα κουβεντιάσει είχα κουβεντιασμένο | είχαμε κουβεντιάσει είχαμε κουβεντισμένο | είχα κουβεντιαστεί ήμουν κουβεντιασμένος, -η | είχαμε κουβεντιαστεί ήμαστε κουβεντιασμένοι, -ες | |
είχες κουβεντιάσει είχες κουβεντιασμένο | είχατε κουβεντιάσει είχατε κουβεντιασμένο | είχες κουβεντιαστεί ήσουν κουβεντιασμένος, -η | είχατε κουβεντιαστεί ήσαστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
είχε κουβεντιάσει είχε κουβεντιασμένο | είχαν κουβεντιάσει είχαν κουβεντιασμένο | είχε κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένος, -η, -ο | είχαν κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κουβεντιάζω | θα κουβεντιάζουμε, | θα κουβεντιάζομαι | θα κουβεντιαζόμαστε | |
θα κουβεντιάζεις | θα κουβεντιάζετε | θα κουβεντιάζεσαι | θα κουβεντιάζεστε, | ||
θα κουβεντιάζει | θα κουβεντιάζουν(ε) | θα κουβεντιάζεται | θα κουβεντιάζονται | ||
Fut ur | θα κουβεντιάσω | θα κουβεντιάσουμε, | θα κουβεντιαστώ | θα κουβεντιαστούμε | |
θα κουβεντιάσεις | θα κουβεντιάσετε | θα κουβεντιαστείς | θα κουβεντιαστείτε | ||
θα κουβεντιάσει | θα κουβεντιάσουν(ε) | θα κουβεντιαστεί | θα κουβεντιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κουβεντιάσει θα έχω κουβεντιασμένο | θα έχουμε κουβεντιάσει θα έχουμε κουβεντιασμένο | θα έχω κουβεντιαστεί θα είμαι κουβεντιασμένος, -η | θα έχουμε κουβεντιαστεί | |
θα έχεις κουβεντιάσει θα έχεις κουβεντιασμένο | θα έχετε κουβεντιάσει θα έχετε κουβεντιασμένο | θα έχεις κουβεντιαστεί θα είσαι κουβεντιασμένος, -η | θα έχετε κουβεντιαστεί θα είστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
θα έχει κουβεντιάσει θα έχει κουβεντιασμένο | θα έχουν κουβεντιάσει θα έχουν κουβεντιασμένο | θα έχει κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο | θα έχουν κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κουβεντιάζω | να κουβεντιάζουμε, | να κουβεντιάζομαι | να κουβεντιαζόμαστε |
να κουβεντιάζεις | να κουβεντιάζετε | να κουβεντιάζεσαι | να κουβεντιάζεστε, | ||
να κουβεντιάζει | να κουβεντιάζουν(ε) | να κουβεντιάζεται | να κουβεντιάζονται | ||
Aorist | να κουβεντιάσω | να κουβεντιάσουμε, | να κουβεντιαστώ | να κουβεντιαστούμε | |
να κουβεντιάσεις | να κουβεντιάσετε | να κουβεντιαστείς | να κουβεντιαστείτε | ||
να κουβεντιάσει | να κουβεντιάσουν(ε) | να κουβεντιαστεί | να κουβεντιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κουβεντιάσει να έχω κουβεντιασμένο | να έχουμε κουβεντιάσει | να έχω κουβεντιαστεί | να έχουμε κουβεντιαστεί | |
να έχεις κουβεντιάσει | να έχετε κουβεντιάσει να έχετε κουβεντιασμένο | να έχεις κουβεντιαστεί να είσαι κουβεντιασμένος, -η | να έχετε κουβεντιαστεί να είστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
να έχει κουβεντιάσει να έχει κουβεντιασμένο | να έχουν κουβεντιάσει να έχουν κουβεντιασμένο | να έχει κουβεντιαστεί | να έχουν κουβεντιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | κουβέντιαζε | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεστε | |
Aorist | κουβέντιασε | κουβεντιάστε | κουβεντιάσου | κουβεντιαστείτε | |
Part izip | Pres | κουβεντιάζοντας | κουβεντιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κουβεντιάσει, | κουβεντιασμένος, -η, -ο | κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κουβεντιάσει | κουβεντιαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.