nerven
 Verb

νευριάζω Verb
(3)
πρήζω Verb
(3)
εκνευρίζω Verb
(1)
ζαλίζω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Ich will dich nicht nerven.Δεν θέλω να σε νευριάζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann nichts, außer Leute zu nerven. Aber nicht mal das darf ich.Το μόνο που κάνω καλά, είναι να νευριάζω τον κόσμο και δε με αφήνουν να το κάνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie zu nerven.Να τους νευριάζω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νευριάζωνευριάζουμε, νευριάζομε
νευριάζειςνευριάζετε
νευριάζεινευριάζουν(ε)
Imper
fekt
νευρίαζανευριάζαμε
νευρίαζεςνευριάζατε
νευρίαζενευρίαζαν, νευριάζαν(ε)
Aoristνευρίασανευριάσαμε
νευρίασεςνευριάσατε
νευρίασενευρίασαν, νευριάσαν(ε)
Per
fekt
έχω νευριάσειέχουμε νευριάσει
έχεις νευριάσειέχετε νευριάσει
έχει νευριάσειέχουν νευριάσει
Plu
per
fekt
είχα νευριάσειείχαμε νευριάσει
είχες νευριάσειείχατε νευριάσει
είχε νευριάσειείχαν νευριάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νευριάζωθα νευριάζουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάζειςθα νευριάζετε
θα νευριάζειθα νευριάζουν(ε)
Fut
ur
θα νευριάσωθα νευριάσουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάσειςθα νευριάσετε
θα νευριάσειθα νευριάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νευριάσειθα έχουμε νευριάσει
θα έχεις νευριάσειθα έχετε νευριάσει
θα έχει νευριάσειθα έχουν νευριάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νευριάζωνα νευριάζουμε, να νευριάζομε
να νευριάζειςνα νευριάζετε
να νευριάζεινα νευριάζουν(ε)
Aoristνα νευριάσωνα νευριάσουμε, να νευριάσομε
να νευριάσειςνα νευριάσετε
να νευριάσεινα νευριάσουν(ε)
Perfνα έχω νευριάσεινα έχουμε νευριάσει
να έχεις νευριάσεινα έχετε νευριάσει
να έχει νευριάσεινα έχουν νευριάσει
Imper
ativ
Presνευρίαζενευριάζετε
Aoristνευρίασενευριάστε
Part
izip
Presνευριάζοντας
Perfέχοντας νευριάσει
νευριασμένος
InfinAoristνευριάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πρήζωπρήζουμε, πρήζομεπρήζομαιπρηζόμαστε
πρήζειςπρήζετεπρήζεσαιπρήζεστε, πρηζόσαστε
πρήζειπρήζουν(ε)πρήζεταιπρήζονται
Imper
fekt
έπρηζαπρήζαμεπρηζόμουν(α)πρηζόμαστε, πρηζόμασταν
έπρηζεςπρήζατεπρηζόσουν(α)πρηζόσαστε, πρηζόσασταν
έπρηζεέπρηζαν, πρήζαν(ε)πρηζόταν(ε)πρήζονταν, πρηζόντανε, πρηζόντουσαν
Aoristέπρηξαπρήξαμεπρήστηκαπρηστήκαμε
έπρηξεςπρήξατεπρήστηκεςπρηστήκατε
έπρηξεέπρηξαν, πρήξαν(ε)πρήστηκεπρήστηκαν, πρηστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πρήξει
έχω πρησμένο
έχουμε πρήξει
έχουμε πρησμένο
έχω πρηστεί
είμαι πρησμένος, -η
έχουμε πρηστεί
είμαστε πρησμένοι, -ες
έχεις πρήξει
έχεις πρησμένο
έχετε πρήξει
έχετε πρησμένο
έχεις πρηστεί
είσαι πρησμένος, -η
έχετε πρηστεί
είχε πρησμένοι, -ες
έχει πρήξει
έχει πρησμένο
έχουν πρήξει
έχουν πρησμένο
έχει πρηστεί
είναι πρησμένος, -η, -ο
έχουν πρηστεί
είναι πρησμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πρήξει
είχα πρησμένο
είχαμε πρήξει
είχαμε πρησμένο
είχα πρηστεί
ήμουν πρησμένος, -η
είχαμε πρηστεί
ήμαστε πρησμένοι, -ες
είχες πρήξει
είχες πρησμένο
είχατε πρήξει
είχατε πρησμένο
είχες πρηστεί
ήσουν πρησμένος, -η
είχατε πρηστεί
ήσαστε πρησμένοι, -ες
είχε πρήξει
είχε πρησμένο
είχαν πρήξει
είχαν πρησμένο
είχε πρηστεί
ήταν πρησμένος, -η, -ο
είχαν πρηστεί
ήταν πρησμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πρήζωθα πρήζουμε, θα πρήζομεθα πρήζομαιθα πρηζόμαστε
θα πρήζειςθα πρήζετεθα πρήζεσαιθα πρήζεστε, θα πρηζόσαστε
θα πρήζειθα πρήζουν(ε)θα πρήζεταιθα πρήζονται
Fut
ur
θα πρήξωθα πρήξουμε, θα πρήξομεθα πρηστώθα πρηστούμε
θα πρήξειςθα πρήξετεθα πρηστείςθα πρηστείτε
θα πρήξειθα πρήξουν(ε)θα πρηστείθα πρηστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πρήξει
θα έχω πρησμένο
θα έχουμε πρήξει
θα έχουμε πρησμένο
θα έχω πρηστεί
θα είμαι πρησμένος, -η
θα έχουμε πρηστεί
θα είμαστε πρησμένοι, -ες
θα έχεις πρήξει
θα έχεις πρησμένο
θα έχετε πρήξει
θα έχετε πρησμένο
θα έχεις πρηστεί
θα είσαι πρησμένος, -η
θα έχετε πρηστεί
θα είχε πρησμένοι, -ες
θα έχει πρήξει
θα έχει πρησμένο
θα έχουν πρήξει
θα έχουν πρησμένο
θα έχει πρηστεί
θα είναι πρησμένος, -η, -ο
θα έχουν πρηστεί
θα είναι πρησμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πρήζωνα πρήζουμε, να πρήζομενα πρήζομαινα πρηζόμαστε
να πρήζειςνα πρήζετενα πρήζεσαινα πρήζεστε, να πρηζόσαστε
να πρήζεινα πρήζουν(ε)να πρήζεταινα πρήζονται
Aoristνα πρήξωνα πρήξουμε, να πρήξομενα πρηστώνα πρηστούμε
να πρήξειςνα πρήξετενα πρηστείςνα πρηστείτε
να πρήξεινα πρήξουν(ε)να πρηστείνα πρηστούν(ε)
Perf να έχω πρήξει
να έχω πρησμένο
να έχουμε πρήξει
να έχουμε πρησμένο
να έχω πρηστεί
να είμαι πρησμένος, -η
να έχουμε πρηστεί
να είμαστε πρησμένοι, -ες
να έχεις πρήξει
να έχεις πρησμένο
να έχετε πρήξει
να έχετε πρησμένο
να έχεις πρηστεί
να είσαι πρησμένος, -η
να έχετε πρηστεί
να είχε πρησμένοι, -ες
να έχει πρήξει
να έχει πρησμένο
να έχουν πρήξει
να έχουν πρησμένο
να έχει πρηστεί
να είναι πρησμένος, -η, -ο
να έχουν πρηστεί
να είναι πρησμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπρήζεπρήζετεπρήζεστε
Aoristπρήξεπρήξτε, πρήστεπρήξουπρηστείτε
Part
izip
Presπρήζοντας
Perfέχοντας πρήξει, έχοντας πρησμένοπρησμένος, -η, -οπρησμένοι, -ες, -α
InfinAoristπρήξειπρηστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκνευρίζωεκνευρίζουμε, εκνευρίζομεεκνευρίζομαιεκνευριζόμαστε
εκνευρίζειςεκνευρίζετεεκνευρίζεσαιεκνευρίζεστε, εκνευριζόσαστε
εκνευρίζειεκνευρίζουν(ε)εκνευρίζεταιεκνευρίζονται
Imper
fekt
εκνεύριζαεκνευρίζαμεεκνευριζόμουν(α)εκνευριζόμαστε, εκνευριζόμασταν
εκνεύριζεςεκνευρίζατεεκνευριζόσουν(α)εκνευριζόσαστε, εκνευριζόσασταν
εκνεύριζεεκνεύριζαν, εκνευρίζαν(ε)εκνευριζόταν(ε)εκνευρίζονταν, εκνευριζόντανε, εκνευριζόντουσαν
Aoristεκνεύρισαεκνευρίσαμεεκνευρίστηκαεκνευριστήκαμε
εκνεύρισεςεκνευρίσατεεκνευρίστηκεςεκνευριστήκατε
εκνεύρισεεκνεύρισαν, εκνευρίσαν(ε)εκνευρίστηκεεκνευρίστηκαν, εκνευριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκνευρίσει
έχω εκνευρισμένο
έχουμε εκνευρίσει
έχουμε εκνευρισμένο
έχω εκνευριστεί
είμαι εκνευρισμένος, -η
έχουμε εκνευριστεί
είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
έχεις εκνευρίσει
έχεις εκνευρισμένο
έχετε εκνευρίσει
έχετε εκνευρισμένο
έχεις εκνευριστεί
είσαι εκνευρισμένος, -η
έχετε εκνευριστεί
είστε εκνευρισμένοι, -ες
έχει εκνευρίσει
έχει εκνευρισμένο
έχουν εκνευρίσει
έχουν εκνευρισμένο
έχει εκνευριστεί
είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
έχουν εκνευριστεί
είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκνευρίσει
είχα εκνευρισμένο
είχαμε εκνευρίσει
είχαμε εκνευρισμένο
είχα εκνευριστεί
ήμουν εκνευρισμένος, -η
είχαμε εκνευριστεί
ήμαστε εκνευρισμένοι, -ες
είχες εκνευρίσει
είχες εκνευρισμένο
είχατε εκνευρίσει
είχατε εκνευρισμένο
είχες εκνευριστεί
ήσουν εκνευρισμένος, -η
είχατε εκνευριστεί
ήσαστε εκνευρισμένοι, -ες
είχε εκνευρίσει
είχε εκνευρισμένο
είχαν εκνευρίσει
είχαν εκνευρισμένο
είχε εκνευριστεί
ήταν εκνευρισμένος, -η, -ο
είχαν εκνευριστεί
ήταν εκνευρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκνευρίζωθα εκνευρίζουμε, θα εκνευρίζομεθα εκνευρίζομαιθα εκνευριζόμαστε
θα εκνευρίζειςθα εκνευρίζετεθα εκνευρίζεσαιθα εκνευρίζεστε, θα εκνευριζόσαστε
θα εκνευρίζειθα εκνευρίζουν(ε)θα εκνευρίζεταιθα εκνευρίζονται
Fut
ur
θα εκνευρίσωθα εκνευρίσουμε, θα εκνευρίζομεθα εκνευριστώθα εκνευριστούμε
θα εκνευρίσειςθα εκνευρίσετεθα εκνευριστείςθα εκνευριστείτε
θα εκνευρίσειθα εκνευρίσουν(ε)θα εκνευριστείθα εκνευριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκνευρίσει
θα έχω εκνευρισμένο
θα έχουμε εκνευρίσει
θα έχουμε εκνευρισμένο
θα έχω εκνευριστεί
θα είμαι εκνευρισμένος, -η
θα έχουμε εκνευριστεί
θα είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
θα έχεις εκνευρίσει
θα έχεις εκνευρισμένο
θα έχετε εκνευρίσει
θα έχετε εκνευρισμένο
θα έχεις εκνευριστεί
θα είσαι εκνευρισμένος, -η
θα έχετε εκνευριστεί
θα είστε εκνευρισμένοι, -ες
θα έχει εκνευρίσει
θα έχει εκνευρισμένο
θα έχουν εκνευρίσει
θα έχουν εκνευρισμένο
θα έχει εκνευριστεί
θα είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
θα έχουν εκνευριστεί
θα είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκνευρίζωνα εκνευρίζουμε, να εκνευρίζομενα εκνευρίζομαινα εκνευριζόμαστε
να εκνευρίζειςνα εκνευρίζετενα εκνευρίζεσαινα εκνευρίζεστε, να εκνευριζόσαστε
να εκνευρίζεινα εκνευρίζουν(ε)να εκνευρίζεταινα εκνευρίζονται
Aoristνα εκνευρίσωνα εκνευρίσουμε, να εκνευρίσομενα εκνευριστώνα εκνευριστούμε
να εκνευρίσειςνα εκνευρίσετενα εκνευριστείςνα εκνευριστείτε
να εκνευρίσεινα εκνευρίσουν(ε)να εκνευριστείνα εκνευριστούν(ε)
Perfνα έχω εκνευρίσει
να έχω εκνευρισμένο
να έχουμε εκνευρίσει
να έχουμε εκνευρισμένο
να έχω εκνευριστεί
να είμαι εκνευρισμένος, -η
να έχουμε εκνευριστεί
να είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
να έχεις εκνευρίσει
να έχεις εκνευρισμένο
να έχετε εκνευρίσει
να έχετε εκνευρισμένο
να έχεις εκνευριστεί
να είσαι εκνευρισμένος, -η
να έχετε εκνευριστεί
να είστε εκνευρισμένοι, -ες
να έχει εκνευρίσει
να έχει εκνευρισμένο
να έχουν εκνευρίσει
να έχουν εκνευρισμένο
να έχει εκνευριστεί
να είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
να έχουν εκνευριστεί
να είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεκνεύριζεεκνευρίζετεεκνευρίζεστε
Aoristεκνεύρισεεκνευρίστεεκνευρίσουεκνευριστείτε
Part
izip
Presεκνευρίζονταςεκνευριζόμενος
Perfέχοντας εκνευρίσει, έχοντας εκνευρισμένοεκνευρισμένος, -η, -οεκνευρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκνευρίσειεκνευριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback