keuchen
 Verb

ασθμαίνω Verb
(0)
λαχανιάζω Verb
(0)
αγκομαχώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sobald man den Feldherren den Oberbefehl anbietet... fangen sie an zu keuchen wie gehetzte Maultiere.Μόλις προσφέρεις τη διοίκηση στους στρατηγούς... αρχίζουν να κάνουν τους άσχετους.

Übersetzung nicht bestätigt

Er beginnt zu keuchen und husten. Bitte nicht!Δίνω πενιχρό μισθό στον Μπομπ.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber Dr. Yang hört mich keuchen und sagt, diese Therapie nütze nichts.Λόγω βήχα είπαν ότι η θεραπεία δεν ωφελούσε, δεν ήταν σωστή.

Übersetzung nicht bestätigt

Sein Name war Artus! [Alle keuchen] Und er war dieser wahre König!Το όνομά του ήταν Αρθρούρος κι αυτός ήταν ο αληθινός βασιλιάς.

Übersetzung nicht bestätigt

Hör auf zu keuchen, Mann.Μην λαχανιάζεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ασθμαίνωασθμαίνουμε, ασθμαίνομε
ασθμαίνειςασθμαίνετε
ασθμαίνειασθμαίνουν(ε)
Imper
fekt
άσθμαιναασθμαίναμε
άσθμαινεςασθμαίνατε
άσθμαινεάσθμαιναν, ασθμαίναν(ε)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ασθμαίνωθα ασθμαίνουμε, θα ασθμαίνομε
θα ασθμαίνειςθα ασθμαίνετε
θα ασθμαίνειθα ασθμαίνουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να ασθμαίνωνα ασθμαίνουμε, να ασθμαίνομε
να ασθμαίνειςνα ασθμαίνετε
να ασθμαίνεινα ασθμαίνουν(ε)
Imper
ativ
Presάσθμαινεασθμαίνετε
Part
izip
Presασθμαίνοντας



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λαχανιάζωλαχανιάζουμε, λαχανιάζομε
λαχανιάζειςλαχανιάζετε
λαχανιάζειλαχανιάζουν(ε)
Imper
fekt
λαχάνιαζαλαχανιάζαμε
λαχάνιαζεςλαχανιάζατε
λαχάνιαζελαχάνιαζαν, λαχανιάζαν(ε)
Aoristλαχάνιασαλαχανιάσαμε
λαχάνιασεςλαχανιάσατε
λαχάνιασελαχάνιασαν, λαχανιάσαν(ε)
Per
fekt
έχω λαχανιάσειέχουμε λαχανιάσει
έχεις λαχανιάσειέχετε λαχανιάσει
έχει λαχανιάσειέχουν λαχανιάσει
Plu
per
fekt
είχα λαχανιάσειείχαμε λαχανιάσει
είχες λαχανιάσειείχατε λαχανιάσει
είχε λαχανιάσειείχαν λαχανιάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λαχανιάζωθα λαχανιάζουμε, θα λαχανιάζομε
θα λαχανιάζειςθα λαχανιάζετε
θα λαχανιάζειθα λαχανιάζουν(ε)
Fut
ur
θα λαχανιάσωθα λαχανιάσουμε, θα λαχανιάζομε
θα λαχανιάσειςθα λαχανιάσετε
θα λαχανιάσειθα λαχανιάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λαχανιάσειθα έχουμε λαχανιάσει
θα έχεις λαχανιάσειθα έχετε λαχανιάσει
θα έχει λαχανιάσειθα έχουν λαχανιάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λαχανιάζωνα λαχανιάζουμε, να λαχανιάζομε
να λαχανιάζειςνα λαχανιάζετε
να λαχανιάζεινα λαχανιάζουν(ε)
Aoristνα λαχανιάσωνα λαχανιάσουμε, να λαχανιάσομε
να λαχανιάσειςνα λαχανιάσετε
να λαχανιάσεινα λαχανιάσουν(ε)
Perfνα έχω λαχανιάσεινα έχουμε λαχανιάσει
να έχεις λαχανιάσεινα έχετε λαχανιάσει
να έχει λαχανιάσεινα έχουν λαχανιάσει
Imper
ativ
Presλαχάνιαζελαχανιάζετε
Aoristλαχάνιασελαχανιάστε
Part
izip
Presλαχανιάζοντας
Perfέχοντας λαχανιάσει
InfinAoristλαχανιάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback