προσθέτω Verb (25) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Weil der Ausschuss für Entwicklung und Zusammenarbeit einen Änderungsantrag eingereicht hatte, in dem gefordert wurde, dass die Lohnbedingungen der Fischer, und ich möchte hinzufügen, auch die Rentenbedingungen, überwacht werden. | Διότι η Επιτροπή Ανάπτυξης κατέθεσε μία τροπολογία, στην οποία ζητούσε να ελέγχονται οι μισθοί των αλιέων και, προσθέτω εγώ, και οι συντάξεις τους. Übersetzung bestätigt |
Lassen Sie mich im Zusammenhang mit dem Fall Volvo-Scania, auf den sich sicher einige der Redebeiträge beziehen, hinzufügen, dass beide Unternehmen eine Lösung gefunden haben, die es ihnen ermöglicht, ihr weiteres internationales Wachstum mit den Interessen des Wettbewerbs und der Verbraucher auf den jeweiligen Märkten zu vereinbaren. | Αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση των Volvo-Scania, προσθέτω ότι είμαι σίγουρος πως πίσω από τα σχόλια πολλών ομιλητών κρύβεται η πεποίθηση ότι και οι δύο εταιρίες κατάφεραν να βρουν λύσεις που καθιστούν την περαιτέρω διεθνή ανάπτυξή τους συμβατή με την προάσπιση των συμφερόντων του ανταγωνισμού και των καταναλωτών σε εκείνες τις αγορές. Übersetzung bestätigt |
Lassen Sie mich der Genauigkeit halber noch hinzufügen: Das Anliegen beider Texte ist es, den strafrechtlichen Rahmen für die Bekämpfung der organisierten Schlepperbanden zu verstärken. | Και προσθέτω μια συμπληρωματική διευκρίνηση: τα δύο αυτά κείμενα αφορούν κυρίως την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου, για τη μάχη κατά των οργανωμένων κυκλωμάτων λαθρεμπόρων. Übersetzung bestätigt |
Ich unterstütze diesen Vorschlag, möchte aber hinzufügen, dass die koreanische Konkurrenz auch bei den Flüssiggastankern zu spüren ist. | Υποστηρίζω την πρόταση, αλλά προσθέτω ότι ο κορεατικός ανταγωνισμός αφορά και τα γκαζάδικα. Übersetzung bestätigt |
Im Übrigen möchte ich hinzufügen, dass es zum Ausgleich des so genannten Privilegs der Befreiung von der Mehrwertsteuer eine Steuer auf die Löhne gibt. | Εξάλλου, προσθέτω ότι υπάρχει ένας φόρος επί των μισθών, προκειμένου να αντισταθμιστεί το υποτιθέμενο προνόμιο της εξαίρεσης από τον ΦΠΑ. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
hinzunehmen |
hinzurechnen |
hinzukommen |
addieren |
hinzufügen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | füge hinzu | ||
du | fügst hinzu | |||
er, sie, es | fügt hinzu | |||
Präteritum | ich | fügte hinzu | ||
Konjunktiv II | ich | fügte hinzu | ||
Imperativ | Singular | füg hinzu! füge hinzu! | ||
Plural | fügt hinzu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hinzugefügt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hinzufügen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσθέτω | προσθέτουμε, προσθέτομε | προστίθεμαι | προστιθέμεθα |
προσθέτεις | προσθέτετε | προστίθεσαι | προστίθεσθε | ||
προσθέτει | προσθέτουν(ε) | προστίθεται | προστίθενται | ||
Imper fekt | πρόσθετα | προσθέταμε | |||
πρόσθετες | προσθέτατε | ||||
πρόσθετε | πρόσθεταν, προσθέταν(ε) | προστίθετο | προστίθεντο | ||
Aorist | πρόσθεσα | προσθέσαμε | προστέθηκα | προστεθήκαμε | |
πρόσθεσες | προσθέσατε | προστέθηκες | προστεθήκατε | ||
πρόσθεσε | πρόσθεσαν, προσθέσαν(ε) | προστέθηκε | προστέθηκαν, προστεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσθέτω | θα προσθέτουμε, | θα προστίθεμαι | θα προστιθέμεθα | |
θα προσθέτεις | θα προσθέτετε | θα προστίθεσαι | θα προστίθεσθε | ||
θα προσθέτει | θα προσθέτουν(ε) | θα προστίθεται | θα προστίθενται | ||
Fut ur | θα προσθέσω | θα προσθέσουμε, | θα προστεθώ | θα προστεθούμε | |
θα προσθέσεις | θα προσθέσετε | θα προστεθείς | θα προστεθείτε | ||
θα προσθέσει | θα προσθέσουν(ε) | θα προστεθεί | θα προστεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσθέτω | να προσθέτουμε, | να προστίθεμαι | να προστιθέμεθα |
να προσθέτεις | να προσθέτετε | να προστίθεσαι | να προστίθεσθε | ||
να προσθέτει | να προσθέτουν(ε) | να προστίθεται | να προστίθενται | ||
Aorist | να προσθέσω | να προσθέσουμε, | να προστεθώ | να προστεθούμε | |
να προσθέσεις | να προσθέσετε | να προστεθείς | να προστεθείτε | ||
να προσθέσει | να προσθέσουν(ε) | να προστεθεί | να προστεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | πρόσθετε | προσθέτετε | προστίθεσθε | |
Aorist | πρόσθεσε | προσθέσετε, προσθέστε | προσθέσου | προστεθείτε | |
Part izip | Pres | προσθέτοντας | |||
Perf | έχοντας προσθέσει | ||||
Infin | Aorist | προσθέσει | προστεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.