grasen
 Verb

βόσκω Verb
(0)
DeutschGriechisch
~ deine Schafe auf neuen Weiden grasen. ~Μια χαρά θα είναι.

Übersetzung nicht bestätigt

Geh an die Arbeit, Panchito. Geh mit ihm, sonst vergisst er, dass das Pferd und nicht er grasen soll.Τι είδους άλογα θα θέλατε να αγοράσετε;

Übersetzung nicht bestätigt

Sollen die Schafe auf dem Pflaster grasen?Θα ήταν αρκετά παράξενο, σωστά; Βλέπω ότι έμπλεξες με σκοτεινούς τύπους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe mich auch verlaufen.' Dann liess er sein Pferd grasen und speiste mit der Dame, die ihm Blicke zuwarf, die süsser waren als der Wein in der Flasche."Σε ευχαριστώ, ωραία μου κυρία, δεν πεινάω και διψάω μόνο αλλά έχω χαθεί στο δάσος." Τότε άφησε το άλογό του να βοσκήσει εκεί δίπλα και έφαγε με την κυρία, η οποία του έριχνε ματιές αγάπης πιο γλυκές και από το κρασί στην κανάτα, παρ' όλο που το κρασί ήταν γλυκό και δυνατό.

Übersetzung nicht bestätigt

Fische müssen schwimmen, Kühe grasen.Τα ψάρια κολυμπούν. Οι γελάδες βόσκουν ολημερίς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βοσκάω, βοσκώ, bosko">βόσκωβοσκάμε, βοσκούμεβοσκιέμαιβοσκιόμαστε
βοσκάςβοσκάτεβοσκιέσαιβοσκιέστε, βοσκιόσαστε
βοσκάει, βοσκάβοσκάν(ε), βοσκούν(ε)βοσκιέταιβοσκιούνται, βοσκιόνται
Imper
fekt
βοσκούσα, βόσκαγαβοσκούσαμε, βοσκάγαμεβοσκιόμουν(α)βοσκιόμαστε, βοσκιόμασταν
βοσκούσες, βόσκαγεςβοσκούσατε, βοσκάγατεβοσκιόσουν(α)βοσκιόσαστε, βοσκιόσασταν
βοσκούσε, βόσκαγεβοσκούσαν(ε), βόσκαγαν, βοσκάγανεβοσκιόταν(ε)βοσκιόνταν(ε), βοσκιούνταν, βοσκιόντουσαν
Aoristβόσκησαβοσκήσαμεβοσκήθηκαβοσκηθήκαμε
βόσκησεςβοσκήσατεβοσκήθηκεςβοσκηθήκατε
βόσκησεβόσκησαν, βοσκήσαν(ε)βοσκήθηκεβοσκήθηκαν, βοσκηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω βοσκήσει
έχω βοσκημένο
έχουμε βοσκήσει
έχουμε βοσκημένο
έχω βοσκηθεί
είμαι βοσκημένος, -η
έχουμε βοσκηθεί
είμαστε βοσκημένοι, -ες
έχεις βοσκήσει
έχεις βοσκημένο
έχετε βοσκήσει
έχετε βοσκημένο
έχεις βοσκηθεί
είσαι βοσκημένος, -η
έχετε βοσκηθεί
είστε βοσκημένοι, -ες
έχει βοσκήσει
έχει βοσκημένο
έχουν βοσκήσει
έχουν βοσκημένο
έχει βοσκηθεί
είναι βοσκημένος, -η, -ο
έχουν βοσκηθεί
είναι βοσκημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα βοσκήσει
είχα βοσκημένο
είχαμε βοσκήσει
είχαμε βοσκημένο
είχα βοσκηθεί
ήμουν βοσκημένος, -η
είχαμε βοσκηθεί
ήμαστε βοσκημένοι, -ες
είχες βοσκήσει
είχες βοσκημένο
είχατε βοσκήσει
είχατε βοσκημένο
είχες βοσκηθεί
ήσουν βοσκημένος, -η
είχατε βοσκηθεί
ήσαστε βοσκημένοι, -ες
είχε βοσκήσει
είχε βοσκημένο
είχαν βοσκήσει
είχαν βοσκημένο
είχε βοσκηθεί
ήταν βοσκημένος, -η, -ο
είχαν βοσκηθεί
ήταν βοσκημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βοσκάω, θα βοσκώθα βοσκάμε, θα βοσκούμεθα βοσκιέμαιθα βοσκιόμαστε
θα βοσκάςθα βοσκάτεθα βοσκιέσαιθα βοσκιέστε, θα βοσκιόσαστε
θα βοσκάει, θα βοσκάθα βοσκάν(ε), θα βοσκούν(ε)θα βοσκιέταιθα βοσκιούνται, θα βοσκιόνται
Fut
ur
θα βοσκήσωθα βοσκήσουμε, θα βοσκήσομεθα βοσκηθώθα βοσκηθούμε
θα βοσκήσειςθα βοσκήσετεθα βοσκηθείςθα βοσκηθείτε
θα βοσκήσειθα βοσκήσουν(ε)θα βοσκηθείθα βοσκηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βοσκήσει
θα έχω βοσκημένο
θα έχουμε βοσκήσει
θα έχουμε βοσκημένο
θα έχω βοσκηθεί
θα είμαι βοσκημένος, -η
θα έχουμε βοσκηθεί
θα είμαστε βοσκημένοι, -ες
θα έχεις βοσκήσει
θα έχεις βοσκημένο
θα έχετε βοσκήσει
θα έχετε βοσκημένο
θα έχεις βοσκηθεί
θα είσαι βοσκημένος, -η
θα έχετε βοσκηθεί
θα είστε βοσκημένοι, -ες
θα έχει βοσκήσει
θα έχει βοσκημένο
θα έχουν βοσκήσει
θα έχουν βοσκημένο
θα έχει βοσκηθεί
θα είναι βοσκημένος, -η, -ο
θα έχουν βοσκηθεί
θα είναι βοσκημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βοσκάω, να βοσκώνα βοσκάμε, να βοσκούμενα βοσκιέμαινα βοσκιόμαστε
να βοσκάςνα βοσκάτενα βοσκιέσαινα βοσκιέστε, να βοσκιόσαστε
να βοσκάει, να βοσκάνα βοσκάν(ε), να βοσκούν(ε)να βοσκιέταινα βοσκιούνται, να βοσκιόνται
Aoristνα βοσκήσωνα βοσκήσουμε, να βοσκήσομενα βοσκηθώνα βοσκηθούμε
να βοσκήσειςνα βοσκήσετενα βοσκηθείςνα βοσκηθείτε
να βοσκήσεινα βοσκήσουν(ε)να βοσκηθείνα βοσκηθούν(ε)
Perfνα έχω βοσκήσει
να έχω βοσκημένο
να έχουμε βοσκήσει
να έχουμε βοσκημένο
να έχω βοσκηθεί
να είμαι βοσκημένος, -η
να έχουμε βοσκηθεί
να είμαστε βοσκημένοι, -ες
να έχεις βοσκήσει
να έχεις βοσκημένο
να έχετε βοσκήσει
να έχετε βοσκημένο
να έχεις βοσκηθεί
να είσαι βοσκημένος, -η
να έχετε βοσκηθεί
να είστε βοσκημένοι, -η
να έχει βοσκήσει
να έχει βοσκημένο
να έχουν βοσκήσει
να έχουν βοσκημένο
να έχει βοσκηθεί
να είναι βοσκημένος, -η, -ο
να έχουν βοσκηθεί
να είναι βοσκημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβόσκα, βόσκαγεβοσκάτεβοσκιέστε
Aoristβόσκησε, βόσκαβοσκήστεβοσκήσουβοσκηθείτε
Part
izip
Presβοσκώντας
Perfέχοντας βοσκήσει, έχοντας βοσκημένοβοσκημένος, -η, -οβοσκημένοι, -ες, -α
InfinAoristβοσκήσειβοσκηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback