gießen
 Verb

ποτίζω Verb
(5)
χύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich dachte, ich könnte deine Blumen gießen und den Wellensittich füttern.Να ποτίζω τα λουλούδια σου και να ταίζω τον παπαγάλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Pflanzen zu gießen.Να ποτίζω τα λουλούδια.

Übersetzung nicht bestätigt

Wisst ihr was? Wenn er Schluss macht, werde ich nie mehr die Blumen gießen.Αν είναι να με χωρίσει, δεν του ποτίζω τα φυτά.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie gab mir den Schlüssel und bat mich, die Pflanzen zu gießen.'φησε τα κλειδιά, ζήτησε να ποτίζω τα φυτά, δεν μου κάνει κόπο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich chatte gerade nur mit einem Typen, der mich umsonst in seinem Gästehaus wohnen lässt. Alles was ich machen muss, ist, mit seinem Hund zu gehen, seine Pflanzen zu gießen und in eine große Windel machen.Πρέπει μόνο να βγάζω το σκύλο βόλτα, να ποτίζω τις γλάστρες και να τα κάνω σε μια τεράστια πάνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
gießen
begießen
bewässern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ποτίζωποτίζουμε, ποτίζομεποτίζομαιποτιζόμαστε
ποτίζειςποτίζετεποτίζεσαιποτίζεστε, ποτιζόσαστε
ποτίζειποτίζουν(ε)ποτίζεταιποτίζονται
Imper
fekt
πότιζαποτίζαμεποτιζόμουν(α)ποτιζόμαστε, ποτιζόμασταν
πότιζεςποτίζατεποτιζόσουν(α)ποτιζόσαστε, ποτιζόσασταν
πότιζεπότιζαν, ποτίζαν(ε)ποτιζόταν(ε)ποτίζονταν, ποτιζόντανε, ποτιζόντουσαν
Aoristπότισαποτίσαμεποτίστηκαποτιστήκαμε
πότισεςποτίσατεποτίστηκεςποτιστήκατε
πότισεπότισαν, ποτίσαν(ε)ποτίστηκεποτίστηκαν, ποτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ποτίσει
έχω ποτισμένο
έχουμε ποτίσει
έχουμε ποτισμένο
έχω ποτιστεί
είμαι ποτισμένος, -η
έχουμε ποτιστεί
είμαστε ποτισμένοι, -ες
έχεις ποτίσει
έχεις ποτισμένο
έχετε ποτίσει
έχετε ποτισμένο
έχεις ποτιστεί
είσαι ποτισμένος, -η
έχετε ποτιστεί
είστε ποτισμένοι, -ες
έχει ποτίσει
έχει ποτισμένο
έχουν ποτίσει
έχουν ποτισμένο
έχει ποτιστεί
είναι ποτισμένος, -η, -ο
έχουν ποτιστεί
είναι ποτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ποτίσει
είχα ποτισμένο
είχαμε ποτίσει
είχαμε ποτισμένο
είχα ποτιστεί
ήμουν ποτισμένος, -η
είχαμε ποτιστεί
ήμαστε ποτισμένοι, -ες
είχες ποτίσει
είχες ποτισμένο
είχατε ποτίσει
είχατε ποτισμένο
είχες ποτιστεί
ήσουν ποτισμένος, -η
είχατε ποτιστεί
ήσαστε ποτισμένοι, -ες
είχε ποτίσει
είχε ποτισμένο
είχαν ποτίσει
είχαν ποτισμένο
είχε ποτιστεί
ήταν ποτισμένος, -η, -ο
είχαν ποτιστεί
ήταν ποτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ποτίζωθα ποτίζουμε, θα ποτίζομεθα ποτίζομαιθα ποτιζόμαστε
θα ποτίζειςθα ποτίζετεθα ποτίζεσαιθα ποτίζεστε, θα ποτιζόσαστε
θα ποτίζειθα ποτίζουν(ε)θα ποτίζεταιθα ποτίζονται
Fut
ur
θα ποτίσωθα ποτίσουμε, θα ποτίζομεθα ποτιστώθα ποτιστούμε
θα ποτίσειςθα ποτίσετεθα ποτιστείςθα ποτιστείτε
θα ποτίσειθα ποτίσουν(ε)θα ποτιστείθα ποτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ποτίσει
θα έχω ποτισμένο
θα έχουμε ποτίσει
θα έχουμε ποτισμένο
θα έχω ποτιστεί
θα είμαι ποτισμένος, -η
θα έχουμε ποτιστεί
θα είμαστε ποτισμένοι, -ες
θα έχεις ποτίσει
θα έχεις ποτισμένο
θα έχετε ποτίσει
θα έχετε ποτισμένο
θα έχεις ποτιστεί
θα είσαι ποτισμένος, -η
θα έχετε ποτιστεί
θα είστε ποτισμένοι, -ες
θα έχει ποτίσει
θα έχει ποτισμένο
θα έχουν ποτίσει
θα έχουν ποτισμένο
θα έχει ποτιστεί
θα είναι ποτισμένος, -η, -ο
θα έχουν ποτιστεί
θα είναι ποτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ποτίζωνα ποτίζουμε, να ποτίζομενα ποτίζομαινα ποτιζόμαστε
να ποτίζειςνα ποτίζετενα ποτίζεσαινα ποτίζεστε, να ποτιζόσαστε
να ποτίζεινα ποτίζουν(ε)να ποτίζεταινα ποτίζονται
Aoristνα ποτίσωνα ποτίσουμε, να ποτίσομενα ποτιστώνα ποτιστούμε
να ποτίσειςνα ποτίσετενα ποτιστείςνα ποτιστείτε
να ποτίσεινα ποτίσουν(ε)να ποτιστείνα ποτιστούν(ε)
Perfνα έχω ποτίσει
να έχω ποτισμένο
να έχουμε ποτίσει
να έχουμε ποτισμένο
να έχω ποτιστεί
να είμαι ποτισμένος, -η
να έχουμε ποτιστεί
να είμαστε ποτισμένοι, -ες
να έχεις ποτίσει
να έχεις ποτισμένο
να έχετε ποτίσει
να έχετε ποτισμένο
να έχεις ποτιστεί
να είσαι ποτισμένος, -η
να έχετε ποτιστεί
να είστε ποτισμένοι, -ες
να έχει ποτίσει
να έχει ποτισμένο
να έχουν ποτίσει
να έχουν ποτισμένο
να έχει ποτιστεί
να είναι ποτισμένος, -η, -ο
να έχουν ποτιστεί
να είναι ποτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπότιζεποτίζετεποτίζεστε
Aoristπότισεποτίστεποτίσουποτιστείτε
Part
izip
Presποτίζονταςποτιζόμενος
Perfέχοντας ποτίσει, έχοντας ποτισμένοποτισμένος, -η, -οποτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristποτίσειποτιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χύνωχύνουμε, χύνομεχύνομαιχυνόμαστε
χύνειςχύνετεχύνεσαιχύνεστε, χυνόσαστε
χύνειχύνουν(ε)χύνεταιχύνονται
Imper
fekt
έχυναχύναμεχυνόμουν(α)χυνόμαστε, χυνόμασταν
έχυνεςχύνατεχυνόσουν(α)χυνόσαστε, χυνόσασταν
έχυνεέχυναν, χύναν(ε)χυνόταν(ε)χύνονταν, χυνόντανε, χυνόντουσαν
Aoristέχυσαχύσαμεχύθηκαχυθήκαμε
έχυσεςχύσατεχύθηκεςχυθήκατε
έχυσεέχυσαν, χύσαν(ε)χύθηκεχύθηκαν, χυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χύσει
έχω χυμένο
έχουμε χύσει
έχουμε χυμένο
έχω χυθεί
είμαι χυμένος, -η
έχουμε χυθεί
είμαστε χυμένοι, -ες
έχεις χύσει
έχεις χυμένο
έχετε χύσει
έχετε χυμένο
έχεις χυθεί
είσαι χυμένος, -η
έχετε χυθεί
είστε χυμένοι, -ες
έχει χύσει
έχει χυμένο
έχουν χύσει
έχουν χυμένο
έχει χυθεί
είναι χυμένος, -η, -ο
έχουν χυθεί
είναι χυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χύσει
είχα χυμένο
είχαμε χύσει
είχαμε χυμένο
είχα χυθεί
ήμουν χυμένος, -η
είχαμε χυθεί
ήμαστε χυμένοι, -ες
είχες χύσει
είχες χυμένο
είχατε χύσει
είχατε χυμένο
είχες χυθεί
ήσουν χυμένος, -η
είχατε χυθεί
ήσαστε χυμένοι, -ες
είχε χύσει
είχε χυμένο
είχαν χύσει
είχαν χυμένο
είχε χυθεί
ήταν χυμένος, -η, -ο
είχαν χυθεί
ήταν χυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χύνωθα χύνουμεθα χύνομαιθα χυνόμαστε
θα χύνειςθα χύνετεθα χύνεσαιθα χύνεστε, θα χυνόσαστε
θα χύνειθα χύνουνθα χύνεταιθα χύνονται
Fut
ur
θα χύσωθα χύσουμεθα χυθώθα χυθούμε
θα χύσειςθα χύσετεθα χυθείςθα χυθείτε
θα χύσειθα χύσουνθα χυθείθα χυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χύσει
θα έχω χυμένο
θα έχουμε χύσει
θα έχουμε χυμένο
θα έχω χυθεί
θα είμαι χυμένος, -η
θα έχουμε χυθεί
θα είμαστε χυμένοι, -ες
θα έχεις χύσει
θα έχεις χυμένο
θα έχετε χύσει
θα έχετε χυμένο
θα έχεις χυθεί
θα είσαι χυμένος, -η
θα έχετε χυθεί
θα είστε χυμένοι, -ες
θα έχει χύσει
θα έχει χυμένο
θα έχουν χύσει
θα έχουν χυμένο
θα έχει χυθεί
θα είναι χυμένος, -η, -ο
θα έχουν χυθεί
θα είναι χυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χύνωνα χύνουμενα χύνομαινα χυνόμαστε
να χύνειςνα χύνετενα χύνεσαινα χύνεστε, να χυνόσαστε
να χύνεινα χύνουννα χύνεταινα χύνονται
Aoristνα χύσωνα χύσουμενα χυθώνα χυθούμε
να χύσειςνα χύσετενα χυθείςνα χυθείτε
να χύσεινα χύσουννα χυθείνα χυθούν(ε)
Perfνα έχω χύσει
να έχω χυμένο
να έχουμε χύσει
να έχουμε χυμένο
να έχω χυθεί
να είμαι χυμένος, -η
να έχουμε χυθεί
να είμαστε χυμένοι, -ες
να έχεις χύσει
να έχεις χυμένο
να έχετε χύσει
να έχετε χυμένο
να έχεις χυθεί
να είσαι χυμένος, -η
να έχετε χυθεί
να είστε χυμένοι, -ες
να έχει χύσει
να έχει χυμένο
να έχουν χύσει
να έχουν χυμένο
να έχει χυθεί
να είναι χυμένος, -η, -ο
να έχουν χυθεί
να είναι χυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχύνεχύνετεχύνεστε
Aoristχύσεχύσετε, χύστεχύσουχυθείτε
Part
izip
Presχύνοντας
Perfέχοντας χύσει, έχοντας χυμένοχυμένος, -η, -οχυμένοι, -ες, -α
InfinAoristχύσειχυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback