bewässern
 Verb

ποτίζω Verb
(0)
αρδεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich überlege, wie man die Wüste bewässern könnte.Σκέφτομαι πώς να υδροδοτήσω την έρημο.

Übersetzung nicht bestätigt

Und das System lässt sich ausdehnen und wir können die Felder bewässern und doppelt so viel anbauen.Και μπoρoύμε να εξαπλώσoυμε τo σύστημα και να αρδεύσoυμε τα χωράφια και να διπλασιάσoυμε την παραγωγή.

Übersetzung nicht bestätigt

Man kann damit keinen Orangenhain bewässern.Δεν μπορείς να ποτίσεις έναν πορτοκαλεώνα με αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Er sagt, sie bewässern das Tal und dass es dabei Verluste gibt.Λέει ότι γίνεται ύδρευση στην κοιλάδα, και υπάρχει πάντα μια διαρροή.

Übersetzung nicht bestätigt

Er sagt, sie bewässern das Tal und dass es dabei Verluste gibt.Λέει ότι γίνεται ύδρευση στην κοιλάδα, και υπάρχει πάντα μιά διαρροή.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
gießen
begießen
bewässern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ποτίζωποτίζουμε, ποτίζομεποτίζομαιποτιζόμαστε
ποτίζειςποτίζετεποτίζεσαιποτίζεστε, ποτιζόσαστε
ποτίζειποτίζουν(ε)ποτίζεταιποτίζονται
Imper
fekt
πότιζαποτίζαμεποτιζόμουν(α)ποτιζόμαστε, ποτιζόμασταν
πότιζεςποτίζατεποτιζόσουν(α)ποτιζόσαστε, ποτιζόσασταν
πότιζεπότιζαν, ποτίζαν(ε)ποτιζόταν(ε)ποτίζονταν, ποτιζόντανε, ποτιζόντουσαν
Aoristπότισαποτίσαμεποτίστηκαποτιστήκαμε
πότισεςποτίσατεποτίστηκεςποτιστήκατε
πότισεπότισαν, ποτίσαν(ε)ποτίστηκεποτίστηκαν, ποτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ποτίσει
έχω ποτισμένο
έχουμε ποτίσει
έχουμε ποτισμένο
έχω ποτιστεί
είμαι ποτισμένος, -η
έχουμε ποτιστεί
είμαστε ποτισμένοι, -ες
έχεις ποτίσει
έχεις ποτισμένο
έχετε ποτίσει
έχετε ποτισμένο
έχεις ποτιστεί
είσαι ποτισμένος, -η
έχετε ποτιστεί
είστε ποτισμένοι, -ες
έχει ποτίσει
έχει ποτισμένο
έχουν ποτίσει
έχουν ποτισμένο
έχει ποτιστεί
είναι ποτισμένος, -η, -ο
έχουν ποτιστεί
είναι ποτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ποτίσει
είχα ποτισμένο
είχαμε ποτίσει
είχαμε ποτισμένο
είχα ποτιστεί
ήμουν ποτισμένος, -η
είχαμε ποτιστεί
ήμαστε ποτισμένοι, -ες
είχες ποτίσει
είχες ποτισμένο
είχατε ποτίσει
είχατε ποτισμένο
είχες ποτιστεί
ήσουν ποτισμένος, -η
είχατε ποτιστεί
ήσαστε ποτισμένοι, -ες
είχε ποτίσει
είχε ποτισμένο
είχαν ποτίσει
είχαν ποτισμένο
είχε ποτιστεί
ήταν ποτισμένος, -η, -ο
είχαν ποτιστεί
ήταν ποτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ποτίζωθα ποτίζουμε, θα ποτίζομεθα ποτίζομαιθα ποτιζόμαστε
θα ποτίζειςθα ποτίζετεθα ποτίζεσαιθα ποτίζεστε, θα ποτιζόσαστε
θα ποτίζειθα ποτίζουν(ε)θα ποτίζεταιθα ποτίζονται
Fut
ur
θα ποτίσωθα ποτίσουμε, θα ποτίζομεθα ποτιστώθα ποτιστούμε
θα ποτίσειςθα ποτίσετεθα ποτιστείςθα ποτιστείτε
θα ποτίσειθα ποτίσουν(ε)θα ποτιστείθα ποτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ποτίσει
θα έχω ποτισμένο
θα έχουμε ποτίσει
θα έχουμε ποτισμένο
θα έχω ποτιστεί
θα είμαι ποτισμένος, -η
θα έχουμε ποτιστεί
θα είμαστε ποτισμένοι, -ες
θα έχεις ποτίσει
θα έχεις ποτισμένο
θα έχετε ποτίσει
θα έχετε ποτισμένο
θα έχεις ποτιστεί
θα είσαι ποτισμένος, -η
θα έχετε ποτιστεί
θα είστε ποτισμένοι, -ες
θα έχει ποτίσει
θα έχει ποτισμένο
θα έχουν ποτίσει
θα έχουν ποτισμένο
θα έχει ποτιστεί
θα είναι ποτισμένος, -η, -ο
θα έχουν ποτιστεί
θα είναι ποτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ποτίζωνα ποτίζουμε, να ποτίζομενα ποτίζομαινα ποτιζόμαστε
να ποτίζειςνα ποτίζετενα ποτίζεσαινα ποτίζεστε, να ποτιζόσαστε
να ποτίζεινα ποτίζουν(ε)να ποτίζεταινα ποτίζονται
Aoristνα ποτίσωνα ποτίσουμε, να ποτίσομενα ποτιστώνα ποτιστούμε
να ποτίσειςνα ποτίσετενα ποτιστείςνα ποτιστείτε
να ποτίσεινα ποτίσουν(ε)να ποτιστείνα ποτιστούν(ε)
Perfνα έχω ποτίσει
να έχω ποτισμένο
να έχουμε ποτίσει
να έχουμε ποτισμένο
να έχω ποτιστεί
να είμαι ποτισμένος, -η
να έχουμε ποτιστεί
να είμαστε ποτισμένοι, -ες
να έχεις ποτίσει
να έχεις ποτισμένο
να έχετε ποτίσει
να έχετε ποτισμένο
να έχεις ποτιστεί
να είσαι ποτισμένος, -η
να έχετε ποτιστεί
να είστε ποτισμένοι, -ες
να έχει ποτίσει
να έχει ποτισμένο
να έχουν ποτίσει
να έχουν ποτισμένο
να έχει ποτιστεί
να είναι ποτισμένος, -η, -ο
να έχουν ποτιστεί
να είναι ποτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπότιζεποτίζετεποτίζεστε
Aoristπότισεποτίστεποτίσουποτιστείτε
Part
izip
Presποτίζονταςποτιζόμενος
Perfέχοντας ποτίσει, έχοντας ποτισμένοποτισμένος, -η, -οποτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristποτίσειποτιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback