flehen
 Verb

ικετεύω Verb
(4)
DeutschGriechisch
Wäre es überzeugender, wenn ich heulen und um mein Leben flehen würde?Θα βοηθούσε στην επίδειξή σου αν άρχιζα να κλαίω και να ικετεύω για τη ζωή μου;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir glauben an dich, Herr. Wir flehen dich an! Schick uns einen Engel der Erlösung!Θεέ μου, σε ικετεύω...

Übersetzung nicht bestätigt

Ich dachte schon, dass ich noch eine weitere Stunde auf den Knien liegen und flehen müsste.Νόμιζα πως θα μείνω έτσι για άλλη μια ώρα...να εκλιπαρώ... και να ικετεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Einige waren sadistisch, zwangen mich auf die Knie, beschimpften mich, ließen mich um Gnade flehen.Κάποιοι ήταν σαδιστές... θα με ανάγκαζαν να γονατίσω. Να με προσβάλουν, να με κάνουν να ικετεύω για έλεος.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ικετεύωικετεύουμε, ικετεύομε
ικετεύειςικετεύετε
ικετεύειικετεύουν(ε)
Imper
fekt
ικέτευαικετεύαμε
ικέτευεςικετεύατε
ικέτευεικέτευαν, ικετεύαν(ε)
Aoristικέτεψα, ικέτευσαικετέψαμε, ικετεύσαμε
ικέτεψες, ικέτευσεςικετέψατε, ικετεύσατε
ικέτεψε, ικέτευσεικέτεψαν, ικετέψαν(ε)
ικέτευσαν, ικετεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω ικετέψει
έχω ικετεύσει
έχουμε ικετέψει
έχουμε ικετεύσει
έχεις ικετέψει
έχεις ικετεύσει
έχετε ικετέψει
έχετε ικετεύσει
έχει ικετέψει
έχει ικετεύσει
έχουν ικετέψει
έχουν ικετεύσει
Plu
per
fekt
είχα ικετέψει
είχα ικετεύσει
είχαμε ικετέψει
είχαμε ικετεύσει
είχες ικετέψει
είχες ικετεύσει
είχατε ικετέψει
είχατε ικετεύσει
είχε ικετέψει
είχε ικετεύσει
είχαν ικετέψει
είχαν ικετεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ικετεύωθα ικετεύουμε, θα ικετεύομε
θα ικετεύειςθα ικετεύετε
θα ικετεύειθα ικετεύουν(ε)
Fut
ur
θα ικετέψω, θα ικετεύσωθα ικετέψουμε, θα ικετέψομε
θα ικετεύσουμε, θα ικετεύσομε
θα ικετέψεις, θα ικετεύσειςθα ικετέψετε, θα ικετεύσετε
θα ικετέψει, θα ικετεύσειθα ικετέψουν(ε), θα ικετεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ικετέψει
θα έχω ικετεύσει
θα έχουμε ικετέψει
θα έχουμε ικετεύσει
θα έχεις ικετέψει
θα έχεις ικετεύσει
θα έχετε ικετέψει
θα έχετε ικετεύσει
θα έχει ικετέψει
θα έχει ικετεύσει
θα έχουν ικετέψει
θα έχουν ικετεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ικετεύωνα ικετεύουμε, να ικετεύομε
να ικετεύειςνα ικετεύετε
να ικετεύεινα ικετεύουν(ε)
Aoristνα ικετέψω, να ικετεύσωνα ικετέψουμε, να ικετέψομε
να ικετεύσουμε, να ικετεύσομε
να ικετέψεις, να ικετεύσειςνα ικετέψετε, να ικετεύσετε
να ικετέψει, να ικετεύσεινα ικετέψουν(ε), να ικετεύσουν(ε)
Perfνα έχω ικετέψει
να έχω ικετεύσει
να έχουμε ικετέψει
να έχουμε ικετεύσει
να έχεις ικετέψει
να έχεις ικετεύσει
να έχετε ικετέψει
να έχετε ικετεύσει
να έχει ικετέψει
να έχει ικετεύσει
να έχουν ικετέψει
να έχουν ικετεύσει
Imper
ativ
Presικέτευεικετεύετε
Aoristικέτεψε, ικέτευσεικετέψτε, ικετέψετε
ικετεύστε, ικετεύσετε
Part
izip
Presικετεύοντας
Perfέχοντας ικετέψει, έχοντας ικετεύσει
InfinAoristικετέψει, ικετεύσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback